Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μέτωπ-ον

См. также в других словарях:

  • Μέτωπ' — Μέτωπε , Μέτωπος the space between the eyes masc voc sg Μέτωπαι , Μετώπη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτωπ' — μέτωπα , μέτωπον the space between the eyes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μετωπίς — μετωπίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» τού μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μετωπ ίδ ς < μέτωπον + επίθημα ιδ (πρβλ. γλωττ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] …   Dictionary of Greek

  • μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • νεφριαίος — α, ο (Α νεφριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον λίπος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μετωπ ιαίος] …   Dictionary of Greek

  • νοσιαίος — νοσιαῑος, αία, ον (Μ) (για μάχη) αιματηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μετωπ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»