-
1 μεσσογενής
μεσσο-γενής, ές,A middle-aged, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσογενής
-
2 μεσσογέως
A v. μεσόγαιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσογέως
-
3 μέσσοθεν
A from the middle,μ. ἰσοπαλές Parm.8.44
, cf. A.R.1.1168: c. gen.,μ. ὕλης AP9.661
(Jul.Aeg.); [full] μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέσσοθεν
-
4 μέσσοθι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέσσοθι
-
5 μεσσόπλουτον
μεσσό-πλουτον προσόψημα· τὸ σκώληκα ποιῆσαν, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσόπλουτον
-
6 μεσσόρης
μεσσό-ρης· ὁ μέσος ὠκεανοῦ καὶ οὐρανοῦ τόπος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσόρης
-
7 μεσσοπαγής
μεσσο - παγής, ές ( πήγνῦμι): fixed up to the middle; ἔθηκεν ἔγχος, drove the spear half its length firm into the bank, Il. 21.172 (v. l. μεσσοπαλές, ‘vibrating to the middle’).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεσσοπαγής
-
8 μεσσοικέται
μες<ς>οικέται· μέτοικοι, ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῦντες, Hsch. [full] μές<ς>οπα· ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον, Id.; cf. μέσαβον. [full] μεσσο-παγής, [suff] μεσσο-παλής, v. μεσοπ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσοικέται
-
9 μεσοπαγής
A fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος drove it in up to the middle, Il.21.172:—Aristarch. preferred the v.l. [full] μεσσοπαλές, quivering up to the middle (cf. Hsch.); but it is doubtful whether - παλές could mean quivering, and μεσσοπαγής is found in late Poets, as Nonn.D.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπαγής
-
10 μεσότυχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσότυχος
См. также в других словарях:
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσόπορος — και, επικ. τ., μεσσόπορος, ον (Α) αυτός διά μέσου τού οποίου ταξιδεύει, προχωρεί ή πλέει κάποιος («μεσοπόροις ἐν πελάγεσσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. βαθύ πορος, ευθύ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ. (για… … Dictionary of Greek