-
1 μεσοπαγής
A fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος drove it in up to the middle, Il.21.172:—Aristarch. preferred the v.l. [full] μεσσοπαλές, quivering up to the middle (cf. Hsch.); but it is doubtful whether - παλές could mean quivering, and μεσσοπαγής is found in late Poets, as Nonn.D.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπαγής
См. также в других словарях:
ισοπαγής — ἰσοπαγής, ές (Α) (για χορδές) ισοπαχής, ίσου πάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παγής < θ. παγ (πρβλ. ε πάγ ην τού πήγνυμι*), πρβλ. μεσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
νεοπαγής — ές (ΑΜ νεοπαγής, ές) 1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.) 2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα») νεοελλ. αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα («νεοπαγές κόμμα») μσν. 1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη … Dictionary of Greek
ολοπαγής — ές (Μ ὁλοπαγής, ές) ο εντελώς παγωμένος, ο τελείως πηγμένος νεοελλ. συμπαγής σε όλη του τη μάζα ή την έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + παγής (< παγ τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ πάγ ην), πρβλ. μεσο παγής] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek