-
81 χύνω
(αόρ. έχυσα, παθ. αόρ. (δ)χύθηκα и εχύθην) μετ.1) лить, наливать; вливать; 2) выливать; проливать; разливать; 3) сыпать, насыпать; 4) рассыпать, высыпать, просыпать; 5) плавить, расплавлять (металл);χύν μολύβι — плавить свинец;
6) лить, отливать;χύνω κανόνια — отливать пушки;
χύνω κεριά — отливать свечи;
7) высыпать (о сыпи);8) физиол, извергать (семя); 9) перен. изливать, изрыгать;χύνει φαρμάκι η γλώσσα του — его язык источает яд, он очень язвителен;
§ εχυσα τα μάτια μου στο διάβασμα я испортил себе глаза чтением;1) — вливаться, наливаться;χύνομαι
2) выливаться;проливаться; 3) высыпаться, просыпаться; рассыпаться;τα μαλλιά χύνονταν στούς ώμους της — волосы её рассыпались по плечам;
4) впадать (о реке);5) кидаться, накидываться, набрасываться, нападать; χύθηκε απάνω μου σαν τίγρης он набросился на меня, как тигр; § χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας погов, не было бы счастья, да несчастье помогло -
82 Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά
– Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά– Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά• Поглядишь – картина, а разглядишь -скотина• Лицом хорош, да душой непригож• Личиком гладок, да делами гадок• Сверху ясно, снизу грязно• Снаружи мил, а в середке гнил• Собой красива, да душой трухляваИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά
-
83 Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά
– Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά– Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά• Поглядишь – картина, а разглядишь -скотина• Лицом хорош, да душой непригож• Личиком гладок, да делами гадок• Сверху ясно, снизу грязно• Снаружи мил, а в середке гнил• Собой красива, да душой трухляваИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά
-
84 Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς
– Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα– Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς• Зимой снега не выпросишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς
-
85 Ούτε του αγγέλου του νερό δε δίνει
– Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα– Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς• Зимой снега не выпросишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ούτε του αγγέλου του νερό δε δίνει
-
86 Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύω
– Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύω• Искать иголку в стоге сенаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύω
См. также в других словарях:
μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων … Dictionary of Greek
Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek
Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek