Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μέσα

  • 1 DSL version: 1.0.0

    μέσα

    Dictionnaire Français-Grec > DSL version: 1.0.0

  • 2 à

    μέσα

    Dictionnaire Français-Grec > à

  • 3 inside

    μέσα

    English-Greek new dictionary > inside

  • 4 внутри

    μέσα
    εντός
    εσωτερικά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внутри

  • 5

    μέσα, εντός, έσω, εσωτερικός

    Türkçe-Yunanca Sözlük >

  • 6 medya

    μέσα μαζικής επικοινωνίας

    Türkçe-Yunanca Sözlük > medya

  • 7 средство

    средств||о
    с
    1. в разн. знач. τό μέσον τρόπος:
    \средствоа производства τά μέσα τής παραγωγής· \средствоа сообщения τά μέσα ἐπικοινωνίας· \средствоа к существованию τά μέσα διαβιώσεως· использовать все \средствоа μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα·
    2. (медицинское и т. ἡ.) τό φάρμακο[ν]:
    \средство от насекомых τό ἐντομο-κτόνον перевязочные \средствоа τά ὑλικά ἐπι-δέσεως·
    3. \средствоа мн. (достаток) τά μέσα, οἱ πόροι ζωής, τά προς τό ζήν:
    денежные \средствоа τά χρήματα, τά κεφάλαια· человек со \средствоами εὔπορος ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > средство

  • 8 inside

    1. noun
    1) (the inner side, or the part or space within: The inside of this apple is quite rotten.) εσωτερικό,μέσα(μέρος)
    2) (the stomach and bowels: He ate too much and got a pain in his inside(s).) σπλάχνα
    2. adjective
    (being on or in the inside: the inside pages of the newspaper; The inside traffic lane is the one nearest to the kerb.) εσωτερικός
    3. adverb
    1) (to, in, or on, the inside: The door was open and he went inside; She shut the door but left her key inside by mistake.) (από)μέσα
    2) (in a house or building: You should stay inside in such bad weather.) μέσα (στο σπίτι ή σε άλλο κτίριο)
    4. preposition
    1) ((sometimes (especially American) with of) within; to or on the inside of: She is inside the house; He went inside the shop.) μέσα σε
    2) ((sometimes with of) in less than, or within, a certain time: He finished the work inside (of) two days.) μέσα σε, σε διάστημα

    English-Greek dictionary > inside

  • 9 втянуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.
    2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.
    3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•

    его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.

    1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.
    2. εισέρχομαι βαθμιαία.
    3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•

    -в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•

    в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.

    || συνηθίζω λίγο-λίγο•

    втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > втянуть

  • 10 внутрь

    внутрь μέσα, εντός, προς τα μέσα
    * * *
    μέσα, εντός, προς τα μέσα

    Русско-греческий словарь > внутрь

  • 11 средство

    средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι
    * * *
    с
    1) το μέσο, ο τρόπος

    сре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας

    испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα

    2) (медицинское и т. п.) το φάρμακο

    перевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι

    Русско-греческий словарь > средство

  • 12 через

    через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο
    * * *
    1) ( о пространстве) μέσα από

    перепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι

    доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος

    е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο

    2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα από

    че́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες

    че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό

    3) ( посредством) διάμεσο, μέσο

    че́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας

    Русско-греческий словарь > через

  • 13 в...

    во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.
    2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•

    вдохнуть, впитать, всосать.

    3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•

    он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.

    4. με το•

    цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.

    Большой русско-греческий словарь > в...

  • 14 вдвинуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    κινώ προς τα μέσα, μπάζω, βάζω μέσα•

    вдвинуть ящик в стол βάζω μέσα το συρτάρι του τραπεζιού.

    κινούμαι προς τα μέσα, μπαίνω, εισέρχομαι•

    ящик с трудом -лся в стол το συρτάρι με δυσκολία μπήκε στο τραπέζι.

    Большой русско-греческий словарь > вдвинуть

  • 15 внутри

    επίρ.
    μέσα, εντός, στο εσωτερικό•

    внутри здания μέσα στο κτίριο•

    внутри города μέσα στην πόλη•

    все находились внутри όλοι βρίσκονταν μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > внутри

  • 16 запасть

    -падет, παρλθ. χρ. запал, -ла, -о μτχ. παρλθ. χρ. запавший
    ρ.σ.
    1. πέφτω μέσα, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.• клавиши -ли τα πλήκτρα σκάλωσαν μέσα.
    2. χώνομαι., μπαίνω μέσα, βαθουλώνω•

    глаза у него -ли τα μάτια του χώθηκαν μέσα (στις κόγχες).

    || (για φως) εισχωρώ.
    3. εντυπώνομαι., χαράσσω, αποτυπώνω γερά στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > запасть

  • 17 зарыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, θάβω. || (για πρόσωπο, κεφάλι) κρύβω, χώνω μέσα.
    2. αρχίζω να σκάβω.
    1. χώνομαι, κρύβομαι μέσα•

    зарыть в песок χώνομαι μέσα στον άμμο•

    зарыть в одеяло χώνομαι μέσα στο πάπλωμα.

    || παλ. εγκατασταίνομαι σε απόκεντρο μέρος•

    -в деревне αποχωρώ στο χωριό.

    || αποδίδομαι εντελώς, ρίχνομαι με τα μούτρα•

    зарыть в книги το ρίχνω στο διάβασμα.

    2. (απλ.) γίνομαι παχύδερμο• ρίχνομαι σαν το παχύδερμο.

    Большой русско-греческий словарь > зарыть

  • 18 средство

    ουδ.
    1. μέσο, τρόπος• μέτρο•

    радикальное средство ριζικό μέτρο•

    придумать для успешного завершения дела σκέφτομαι τρόπο για πλήρη επιτυχία της υπόθεσης.

    2. πλθ. -а τα μέσα•

    -а производства τα μέσα παραγωγής•

    транспортные -а τα μεταφορικά μέσα.

    || φάρμακο•

    средство от головной боли φάρμακο για τον πονοκέφαλο.

    3. πλθ. -а τα προς του ζειν (χρήματα, πόροι ζωής)•

    -а существования τα μέσα για τη ζωή (ύπαρξη).

    || μτφ. οι δυνατότητες• τα δυνατά. || μτφ. παλ. οι ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > средство

  • 19 техника

    θ.
    1. η τεχνική•

    развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής•

    передовая техника πρωτοπόρα τεχνική•

    достижения науки итехникаи οι επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.

    || αθρσ. οι μηχανές, τα μηχανικά μέσα. || τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα•

    военная техника τα πολεμικά τεχνικά μέσα•

    техника сельского хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα.

    2. τεχνικοί κανόνες• δεξιοτεχνία•

    техника шахматной игры η τέχνη του σκακιού•

    музыкальная техника μουσική δεξιοτεχνία.

    εκφρ.
    техника безопасности – τα μέτρα προστασίας από ατυχήματα στον τόπο της δουλειάς.

    Большой русско-греческий словарь > техника

  • 20 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

См. также в других словарях:

  • μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»