-
1 μελι-κηρίς
μελι-κηρίς, ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.
-
2 μελικηρίς
μελι-κηρίς, ίδος, ἡ, u. μελι-κηρία, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Ähnlichkeit mit μελί-κηρον benannt. Auch = Honigkuchen; eine Art Weinstock
См. также в других словарях:
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek