-
1 μέλισσα
μέλισσα (-α, -ας, -ᾶν, -αις.)a bee ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν honey O. 6.47 μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον honeycomb P. 6.54 ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (cf. b. below) P. 10.54 ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) κηρὸς ὢς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 11. test., v. fr. 252.b priestess esp. of Demeter ( διὰ τὸ τοῦ ζωοῦ καθαρόν Σ, P. 4.106c. But from fr. 252 it is clear that bees sometimes had power to give indications of the future: cf. also ἱεραί, fr. 123. 11.) ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ the priestess of Apollo at Delphi P. 4.60 -
2 μέλισσα
μέλισσᾰ, [dialect] Att. [suff] μέλι-ττα, ης, ἡ, (perh. by haplology for μελι-λιχ-yα 'honey-licker', cf. Skt.A madhu-lih- (corresp. with Gr. Μεθυ-λιχ- ) 'bee') bee, Od.13.106, etc.; of wild bees, that live in rocks, Il.2.87, cf. 12.167; of honey-bees, that live in hives, Hes. Th. 594;σμῆνος μελισσᾶν A. Pers. 128
(lyr.), cf. Hdt.4.194, 5.10:—Phrases:ὥσπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπών Pl. Phd. 91c
; ὄνος ἐν μελίτταις 'a hornets' nest', Crates Com.36; cf.μέλι 1.2
fin.1 to poets, from their culling the beauties of nature,ἔνθεν ὡσπερεὶ μ. Φρύνιχος.. μελέων ἀπεβόσκετο καρπόν Ar. Av. 748
;μ. Μούσης Id.Ec. 974
(lyr.);μ. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP7.13
(Leon. or Mel.); esp. of Sophocles, Sch.Ar.V. 460.2 to the priestesses of Delphi, Pi.P.4.60; of Demeter and Artemis, Sch.Pi. l.c., Porph. Antr.18; of Cybele, Did. ap. Lact. Inst.1.22.3 in Neo-Platonic Philos., any pure, chaste being, of souls coming to birth, Porph. Antr.19; of the Moon, ib.18.III = μέλι, honey, ὕδατος,μελίσσης, μηδὲ προσφέρειν μέθυ S.OC 481
: metaph.,γλώσσης μελίσσῃ καταρρυηκέναι Id.Fr. 155
; of poetry, AP9.505.6; ἑσμὸς μελίσσης appears to be corrupt in Epin. 1.7.IV = ὀβολός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλισσα
-
3 Μέλισσα
Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sg -
4 μέλισσα
μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sgμελίζωdismember: aor ind act 1st sg (epic) -
5 μέλισσα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέλισσα
-
6 μέλισσα
μέλισσα, ης, ἡ (cp. μέλι; Hom. et al.; PSI 426, 13; Ps.-Phoc. 127; JosAs; Philo in Eus., PE. 8, 11, 8; Jos., Ant. 5, 288; 6, 118) bee 6:6 (Ps 117:12).—B. 192. DELG s.v. μέλι. -
7 μέλισσα
-ης + ἡ N 1 1-2-1-2-2=8 Dt 1,44; Jgs 14,8; Is 7,18; Ps 117(118),12 -
8 Μελίσσας
Μελίσσᾱς, Μέλισσαmadhu-lih-fem acc plΜελίσσᾱς, Μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (doric aeolic)Μελίσσᾱς, Μελίσσευςmasc acc pl -
9 Μελίττας
Μελίσσᾱς, Μέλισσαmadhu-lih-fem acc plΜελίσσᾱς, Μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (doric aeolic)Μελίσσᾱς, Μελίσσευςmasc acc pl -
10 μελίσσας
μελίσσᾱς, μέλισσαmadhu-lih-fem acc plμελίσσᾱς, μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (doric aeolic)μελίσσᾱς, μελίζωdismember: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 Μέλισσ'
Μέλισσα, Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sgΜέλισσαι, Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc plΜέλισσε, Μέλισσοςmasc voc sg -
12 Μέλιττ'
Μέλισσα, Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sgΜέλισσαι, Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc plΜέλισσε, Μέλισσοςmasc voc sg -
13 Μελισσάων
Μελισσά̱ων, Μέλισσαmadhu-lih-fem gen pl (epic aeolic) -
14 Μέλιττα
Μέλισσα, Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sg -
15 μελισσάων
μελισσά̱ων, μέλισσαmadhu-lih-fem gen pl (epic aeolic) -
16 μέλιττα
μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sg (attic)μέλιτταmadhu-lih-fem nom /voc sgμέλισσα, μελίζωdismember: aor ind act 1st sg (epic) -
17 Μελισσέων
Μέλισσαmadhu-lih-fem gen pl (epic ionic)Μελίσσευςmasc gen plΜελισσεύςbee-keeper: masc gen plΜελισσέω̆ν, Μελισσεύςbee-keeper: masc gen pl -
18 Μελίσσαις
Μέλισσαmadhu-lih-fem dat pl -
19 Μελίσσης
Μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (attic epic ionic)Μελίσσευςmasc nom plΜελίσσευςmasc nom /voc pl -
20 Μέλισσαι
Μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
Μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg μελίζω dismember aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
Μέλισσα — Sp Mèlisa Ap Μέλισσα/Melissa L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μέλισσα των Αθηνών — Μηνιαίο αθηναϊκό περιοδικό σύγγραμμα. Ιδρύθηκε από τον A. N. Γούδα. Το περιοδικό αυτό ήταν βραχύβιο (1864 65) και κυκλοφόρησε ως η δεύτερη περίοδος της επιθεώρησης Η εν Αθήναις Ιατρική Μέλισσα (1853 59) … Dictionary of Greek
μέλισσα — η έντομο υμενόπτερο που παράγει μέλι και κερί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιατρική Μέλισσα — Τίτλος μηνιαίου ιατρικού περιοδικού που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Αναστάσιο Γούδα στο διάστημα 1853 58. Κατά το 1864 65 επανεκδόθηκε με τον τίτλο Μέλισσα Ιατρική … Dictionary of Greek
Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του … Dictionary of Greek
Μελίσσας — Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem acc pl Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) Μελίσσᾱς , Μελίσσευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίσσας — μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) μελίσσᾱς , μελίζω dismember aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίττας — Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem acc pl Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) Μελίσσᾱς , Μελίσσευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)