-
101 ἕλιξ
ἕλιξ, ικος, ὁ, ἡ, 1) gewunden, geringelt, gekräuselt; bei Hom. Beiwort der Rinder, mit gebogenen, schön gewundenen Hörnern; andere Erkl. bezogen es auf die krummen Füße, oder οἱ εὖ ἑλισσόμενοι ἐν ταῖς ὅποι δέον κάμπαις, oder erkl. gar ἕλιξ = μέλας. – Auch Soph. Ai. 367; Theocr. 25, 127; vgl. noch Eur. Bacch. 1171. Bei Sp. auch δρόμος, Nonn. D. 2, 263, u. öfter von Tänzern, = ἑλισσόμενος, sich drehend; πλόκαμος, Christodor. ecphr. 284. Bei Eur. Hel. 180 χλόα, vgl. 1330. – 2) subst., ἡ ἕλιξ, ικος, das Gewundene, Gezackte, der Zickzack des Blitzes, Aesch. Prom. 1085; Armbänder u. Ohrringe, Il. 18, 401; h. Ven. 87; vgl. ἑλικτήρ; Halsband, Arist. Mirab. 110; Windungen des Drachen, Eur. Herc. F. 499; des Schneckengehäuses, Arist.; eine Verzierung an Stöcken, Ael. V. H. 9, 11 Ath. XII, 543 f; von den Windungen der lacedämonischen Skytala, Plut. Lys. 19; das Gekräusel der Locken, πλοκάμων Anacr. 16, 7, wie Luc. Am. 26; ξανϑοφυεῖς, Strat. 8 (XII, 10); des Barthaares, Apollnds. 8(X, 19); bei Polypen = πλεκτάναι, Fangfäden, Antiphil. 23 (IX, 14); der Kreis, bes. den die Himmelskörper beschreiben, Arist. Metaph. 2, 2, 27, öfter, u. A., wie ἕλικα ἐκτυλίσσειν Tim. Locr. 97 c; Weinranken, Theophr., Diosc. u. A.; βότρυος ἕλικα παυσίπονον Ar. Ran. 1321, Weinrebe, Traube; – die Schnecken am Säulenkapitäl, Ath. V, 206 b; die Spirallinie, Hermesian. bei Ath. XIII, 599 a; daher Name verschiedener Maschinen, Flaschenzug, Ath. V, 207 b, Schraubengang u. ä. – Eine Art Epheu, Ar. Th. 1000 u. A. – Der Schwibbogen, Gewölbe, Sp. – Von künstlichen Verschlingungen der Rede, Dion. Hal. de Thuc. 48.
-
102 ἠερο-ειδής
ἠερο-ειδής, ές, ep. = ἀεροειδής, luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, πόντος, Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. μέλας, σκοτεινός. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.
-
103 αμφιμελας
μέλαινα, μέλαν1) весь черный или почерневший(κόνις Anth.)
2) помрачневший, омраченный(φρένες Hom.)
-
104 δεινως
1) страшно, ужасно; тяжелоδ. φέρειν τινός Her. — прийти в отчаяние от чего-л.;
δ. δ΄ ἔχει μοι ταῦτα τολμῆσαι, δ. δὲ καὴ μή Eur. — мне одинаково тяжело и решиться на это, и отказаться от этого;δ. ἔχειν τῇ ἐνδείᾳ Xen. — терпеть страшную нужду;δ. διατεθῆναι τυπτόμενος Lys. — быть жестоко избитым2) чрезвычайно, крайне(συνταραχθῆναι πρός τι Plut.)
δ. μέλας Her. — совершенно черного цвета;δ. ἄνυδρος Her. — совершенно безводный;δ. εἶναι ἐν φυλακῇσι Her. — неусыпно нести стражу -
105 ζωμος
ὁ ζ. ὑός Arst. — похлебка из свинины;
-
106 θις
1) куча, груда(ὀστεόφιν Hom.; ψάμμου Her.)
2) тж. pl. куча песку, песчаный холм, тж. песчаный берег, песчаное взморье, прибрежные пески(θῖνες ἄνυδροι Plut.)
παρὰ или ἐπὴ θῖνα θαλάσσης, ἐπὴ θῖν΄ θαλάσσης, παρὰ θῖν΄ или θῖν΄ ἐφ΄ ἁλός, тж. ἐπὴ или ἐν θινί и παρὰ θῖνα Hom. — на песчаном взморье;πόντου θινὸς ἐφήμενος Soph. — сидя на песчаном берегу моря;καθεύδουσι ἀποκρύψαντες ὑπὸ θῖνα ἑαυτοὺς Arst. — (некоторые рыбы) спят, зарывшись в песок3) песчаное дно, морской илοἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα Soph. — волна вздымает со дна песок;
ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις! Arph. — ты волнуешь меня до глубины души!4) морская водоросль(ὅ θ. ὅ μέλας φύεται πρὸς τῇ γῇ Arst.)
-
107 θυμαλωψ
ἀποδεῖξαί τινα θυμάλωπα Arph. — превратить в головню, т.е. сжечь кого-л.;
οἷον αὖ μέλας τις ὑμῖν θ. ἐπέζεσεν! Arph. — какая ярость вспыхнула в вас! -
108 μολυνω
1) марать, пачкать(ἐαυτὸν τῷ πηλῷ Arst.)
ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι Plat. — коснеть в невежестве2) осквернять(τινά Arph. и τι NT.)
3) недоваривать или недожаривать(τὰ μολυνόμενα δι΄ ἀσθένειαν θερμότητος Arst.)
-
109 οινος
ὅ1) вино(μέλας, ἐρυθρός, αἶθοψ, ἡδύς, παλαιός Hom.)
μετὰ παιδιᾶς καὴ οἴνου Thuc. — в состоянии веселья и в пьяном виде;οἶ. φοινικήϊος Her. — пальмовое вино2) брага, пиво(οἶ. ἐκ κριθῶν Her.)
-
110 ομβρος
ὅ1) проливной дождь, ливень2) водная стихия, вода(μήτε γῆ μήτ΄ ὄ. μήτε φῶς Soph.)
3) перен. бурный поток, струя(μέλας ὄ. χάλαζά θ΄ αἱματοῦσσα Soph.; ὄ. ἀοιδῆς Anth.)
-
111 παμμελας
παμμέλαινα, πάμμελᾰν совершенно черный(ταῦροι, ὄϊς Hom.; κάμηλος Βακτριανή Luc.)
-
112 σιδηρος
дор. σίδᾱρος ὅ1) железо(πολιός Hom.; μέλας Hes.)
κτείνειν σιδήρῳ Eur. — убивать мечом или ножом
3) рынок железных товаров, скобяная торговля Xen. -
113 χρωμα
- ατος τό1) поверхность тела, кожа, преимущ. цвет кожиχ. οὐκ ἀλλάσσειν Eur. — не меняться в лице, т.е. оставаться невозмутимым;οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος Arph. — он и не краснеет (от стыда);παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι ὑπό τινος Plat. — поминутно меняться в лице вследствие чего-л.2) краска(χρώματα καὴ ὀσμαί Plat.; χρωμάτων κρᾶσις Arst., Luc.)
διὰ χρωμάτων ἀπεικάζειν τι Xen. — изображать что-л. в красках;3) окраска, цвет(τοῦ πυρὸς χ. Arst.)
τὰς τῶν χρωμάτων λαμβάνειν μεταβολάς Arst. — менять окраску;ἄλλα χρώματα βάπτειν Plat. — окрашивать в другие цвета4) перен. колорит, оттенок, модуляция(τὰ τῆς μουσικῆς χρώματα Plat.)
χ. ἤθους Plut. — душевное своеобразие5) муз. хроматический строй, хроматизм Plut., Sext. -
114 μέλαινα
ж. р. от μέλας -
115 μέλαν
чернила; ср.р. от μέλας.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλαν
-
116 Μέλ'
Μέλα, Μέλαςblack: masc voc sg (epic)Μέλα, Μέληςmasc voc sg (doric)Μέλα, Μέληςmasc nom sg (epic doric)Μέλαι, Μέληςmasc nom /voc pl (doric)Μέλᾱͅ, Μέληςmasc dat sg (doric aeolic) -
117 μελαινών
-
118 μελαινῶν
-
119 μελαινάων
μελαινά̱ων, μέλαιναfem gen pl (epic aeolic)μελαινά̱ων, μέλαςblack: fem gen pl (epic aeolic) -
120 μελαινέων
μέλαιναfem gen pl (epic ionic)μέλαςblack: fem gen pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλας — μέλᾱς , μέλας black masc nom sg μέλᾱς , μέλη fem acc pl μέλᾱς , μέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
μελάς — ο έμπορος ή παραγωγός μελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… … Dictionary of Greek
Άνω Μελάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορεστίων … Dictionary of Greek
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)