-
1 μέλαθρον
1 chamber σφ (= χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα)ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.40
-
2 μέλαθρον
μέλαθρονroof-tree: neut nom /voc /acc sg -
3 μέλαθρον
Aμελαθρόφιν Od.8.279
:—roof-tree, ridgepole, μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο l.c., cf. 11.278, h.Ven. 173, IG11(2).161A 105 (Delos, iii B. C.), 199A113 (ibid., pl.);ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od. 19.544
: generally, beam, LXX 3 Ki.7.9(20);τὰ μ. τῶν θυρίδων PRyl. 233.5
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλαθρον
-
4 μέλαθρον
μέλαθρον, μελαθρόφι: beam, crossbeam of a house, supporting rafters and roof; these beams passed through the wall and projected externally, hence ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, Od. 19.544; then roof (tectum), and in wider sense dwelling, mansion, Il. 9.640.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέλαθρον
-
5 μέλαθρον
Grammatical information: n.Meaning: `vault of the roof, roof-beams, roof', also (often in plur.) `living, house' (Il., also inscr. [Delos IIIa], LXX, pap.).Other forms: Also μελάθρα f. (Delos IVa).Derivatives: μελαθρόομαι `provide with roof-beams' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Etymologically unclear. Acc. to the ancients " ἀπὸ τοῦ μελαίνεσθαι ὑπὸ τοῦ καπνοῦ" (EM 576, 16). If at all an inherited word (cf. Schwyzer 533, Chantraine Form. 374), perh. only in ablaut different from βλωθρός `high(roofed)' (from *μλ-; s. v.); but this would require * mlh₃-. Not to κμέλεθρον `beam' (s.v.) because of the ε's. Thus Güntert Reimwortbildungen 144f. and Pisani KZ 71, 125f. New attempt by Deroy Rev. belge de phil. 26, 533ff. (to be rejected). No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,198Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέλαθρον
-
6 μέλαθρον
-
7 μελαθρόφιν
μέλαθρονroof-tree: neut dat pl (epic) -
8 μελάθροιο
μέλαθρονroof-tree: neut gen sg (epic) -
9 μελάθροις
μέλαθρονroof-tree: neut dat pl -
10 μελάθροισι
μέλαθρονroof-tree: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 μελάθροισιν
μέλαθρονroof-tree: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
12 μελάθρου
μέλαθρονroof-tree: neut gen sgμελαθρόωconnect: pres imperat act 2nd sgμελαθρόωconnect: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
13 μελάθρων
μέλαθρονroof-tree: neut gen plμελαθρόωconnect: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)μελαθρόωconnect: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
14 μέλαθρα
μέλαθρονroof-tree: neut nom /voc /acc pl -
15 μελάθρω
-
16 μελάθρῳ
-
17 μελάθρωι
μελάθρῳ, μέλαθρονroof-tree: neut dat sg -
18 μέλαθρ'
μέλαθρα, μέλαθρονroof-tree: neut nom /voc /acc plμέλαθραι, μελάθραfem nom /voc pl -
19 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
20 ἀνδριάς
1 statueτό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (sequ. ἀφ' οὗ τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν. Σ ad Arat. Phaen. 283: δαίμονα coni. Wil., cll. Philostr., Ap. Tyan. 6. 26) fr. 282.
См. также в других словарях:
μέλαθρον — roof tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαθρόφιν — μέλαθρον roof tree neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθροιο — μέλαθρον roof tree neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθροις — μέλαθρον roof tree neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθροισι — μέλαθρον roof tree neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθροισιν — μέλαθρον roof tree neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθρου — μέλαθρον roof tree neut gen sg μελαθρόω connect pres imperat act 2nd sg μελαθρόω connect imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθρων — μέλαθρον roof tree neut gen pl μελαθρόω connect imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελαθρόω connect imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάθρῳ — μέλαθρον roof tree neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαθρα — μέλαθρον roof tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek