-
1 μάστιξ
μάστιξ, ῑγος, ἡ, ion. μάστις, w. m. s., die Peitsche, Geißel; zum Antreiben der Pferde, μάστιγι ϑοῶς ἐπεμαίετο ἵππους, Il. 5, 748 (welche Stelle für den Zusammenhang des Wortes mit ΜΑΩ spricht), vgl. 17, 430; ἵμασεν ἵππους μάστιγι λιγυρῇ, 11, 532; μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους, 15, 352; φαεινή, Od. 6, 316, öfter. Uebertr., Διὸς μάστιγι δαμέντες, wo auch wir »Geißel«, »Rutbe« brauchen, Il. 12, 37, u. Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν, Zorn, Strafe, 13, 812; vgl. Aesch. Spt. 590, der auch οἰστροπλὴξ δ' ἐγὼ μάστιγι ϑείᾳ γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι von der durch Wahnsinn fortgetriebenen Jo sagt, Prom. 685; μάστιγι πειϑοῦς, von der anregenden Kraft der Beredsamkeit, Pind. P. 4, 219; – μάστιγι νῶτα φοινιχϑείς, Soph. Ai. 110, vgl. 1233; μάστιγι εὖ τὸ νῶτον ἀποϑλίψειν, Eur. Cycl. 236; – ὑπὸ μαστίγων διαβαίνειν, von Geißeln angetrieben, unter Geißelhieben, Her. 7, 56, wie ἀναγκαζόμενοι μάστιγι, 7, 103; μάστιγι μετὰ κέντρων μόγις ὑπείκων, Plat. Phaedr. 253 e; τύπτειν τῇ μάστιγι, Legg. IX, 879 e; ὑπὸ μαστίγων, Gorg. 524 c, wie ἐτόξευον ὑπὸ μαστίγων Xen. An. 3, 4, 25; Sp., wie Luc. μάστιγας ἀπειλῶν, Tox. 17. [Erst spätere schlechte Dichter brauchen ι in den dreisylbigen Casus kurz, vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 431.] Vgl. μάστις, mit dem es wohl von μάσσω, berühren, abzuleiten, s. auch μάσϑλη.
-
2 μαστιξ
- ῑγος ἥ1) бич, плеть, кнут(ἱμάσσειν ἵππους μάστιγι Hom.)
μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. — со спиной, окровавленной кнутом2) перен. бич, кара(μ. θεία, μ. Διός Aesch.)
3) перен. бич, побуждениеμ. Πειθοῦς Pind. — неотразимая сила убеждения
4) рана, язва(μάστιγας ἔχειν NT.)
-
3 φοινισσω
1) обагрять (кровью)(πόντον αἵματι Her.; σφάγια Eur.)
μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. — с окровавленной бичом спиной2) делать пурпурным, покрывать румянцем(φοινίσσουσα παρῇ δ΄ αἰσχύνᾳ Eur.)
χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theocr. — кожа покраснела у меня от боли3) краснеть, румяниться(ὄψει φοινίξαντα μόρον Soph.)
-
4 φοινίσσω
A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.;χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15
;σφάγια φ. E.
l. c.; (lyr.); empurple, :—[voice] Pass., to be or become red,μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110
;αἵματι φ. E.Hec. 151
(anap.);πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33
, cf. Hp.Epid.7.92;καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16
;νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61
;τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56
:—[voice] Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254
, cf. Nonn.D.34.143.3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.II intr., become blood-red, Nic.Th. 238; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίσσω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский