-
1 μάσθλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάσθλημα
-
2 μάσθλης
A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; [dialect] Aeol.[full] μάσλης, perh. leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip,φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr. 129
: [full] μάσθλη is dub., cf. ib. 571, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάσθλης
-
3 μασθλήτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μασθλήτινος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский