-
1 μάρ
-
2 Μάρ
-
3 μάρ
-
4 μαρμαίρω
Grammatical information: v.Meaning: `flash, sparkle, gleam' (Il., late also prose); only presentCompounds: Rarely with ἀνα-, παρα-, περι-, ὑπο-. πυρι-, περι-μάρμαρος `sparkling (of fire)' (Man., Hymn. Is.)Derivatives: Besides μαρμάρεος `gleaming, flashing, sparkling' (Il.) with μαρμαρίζω = μαρμαίρω (Pi., D. S.); μαρμαρυγή f. `flashing, sparkling', a. o. of rapid movements (cf. on 1. ἀργός; IA., since θ 265), after ἀμαρυγή (Debrunner IF 21, 243 f., Porzig Satzinhalte 229) with μαρμαρυγώδης `flashing-like' (Hp.), μαρμαρύσσω (: ἀμαρύσσω) = μαρμαίρω (Them., Jul.); with μαρμάρυγμα (Cael. Aur.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On μάρμαρος s. v. The reduplicated intensive yot-present μαρμαίρω (\< *μαρ-μαρ-ι̯ω) stands beside μαρμάρεος like δαιδάλλω beside δαιδάλεος (cf. Schulze Kl. Schr. 118 n. 3; on - εος Schmid - εος u. - ειος 34). As simplex μαρ- is found in Μαῖρα f. "the sparkling"(?), name of the Sirius (Call., Eratosth., as PN in Hom.; Scherer Gestirnnamen 114f.); in μαρ-αυγέω, ἀ-μαρ-ύσσω, prob. also in μαρίλη and μαριεύς (s. vv.); further perhaps the PN Άμφί-μαρος, son of Poseidon (Paus. 9, 29, 6; Lesky RhM 93, 54ff.; \< *Άμφι-μάρ-μαρος?). -- As certain cognate outside Greek was considered Skt. márīci- f. (m.) `beam of light, (air)mirage' (cf. μαρί̄-λη, *μαρι̯α \> μαῖρα?). Though accepted by Mayrhofer ( KEWA 2, 589, EWAia 2, 321), the connection must be rejected, as Greek μαρ- cannot be explained in this comparison (it is an old comparison, from the time when *a was not a problem; Pok. 733 writes simply * mer-). Further suppositions (Lat. merus `unmixed, pure', also mare `sea' ?, OE ā-merian `purify, taste', Russ. mar `ardour of the sun' etc.), cf. WP. 2, 273f., Pok. 733, W.-Hofmann s. merus, Vasmer s. mar are also most doubtful. - The reduplication μαρ-μαρ- is hardly IE. ᾽Αμαρυγή has a prothetic vowel, which is typical of Pre-Greek (as is the suffix - υγ-). So the word is no doubst Pre-Greek.Page in Frisk: 2,176Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαρμαίρω
-
5 μαρμαίρω
Aμαρμαίρεσκον Q.S.1.150
: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.);ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195
, cf. 16.664,al.;τεύχεα μ. 18.617
;Τρῶες.. χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801
;σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279
;δώματα.. χρύσεα μαρμαίροντα 13.22
; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397;αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th. 699
;μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1
;χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9
;νύκτα.. ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th. 401
; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E. Ion 888 (lyr.);ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329
;μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281
(Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαίρω
-
6 μάρτυς
Grammatical information: m. f.Meaning: `witness' (Il.; on the spread etc. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., on the use in Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) `martyr, (blood-witness)' (christ. lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).Other forms: Aeol. (Hdn. Gr.) a. Dor. μάρτυρ, Cret. Epid. μαῖτυς (- ρς), - ρος, acc. also μάρτυν (Simon.), dat. pl. μάρτυσι (- ρσι Hippon.?); ep., also NWGr. μάρτυρος.Compounds: Compp., e.g. μαρτυρο-ποιέομαι `call as witness' (inscr., pap.), ψευδό-μαρτυς `false witness' (Pl.; Risch IF 59, 257 f.), ἐπί-μαρτυς `witness' (Ar., Call., A. R.), prob. backformation from ἐπι-μαρτύρομαι, - ρέω; on supposed ἐπιμάρτυρος (for ἔπι μάρτυρος) see Leumann Hom. Wörter 71.Derivatives: μαρτυρία (λ 325; cf. below on μαρτυρέω), μαρτύριον (IA) `testimony, evidence'. Denominatives: 1. μαρτύρομαι, also wiht prefix, e.g. δια-, ἐπι-, `call as witness' (IA); 2. μαρτυρέω, often w. prefix, e.g. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, `testify, bear witness' (Alc., Pi., IA) with μαρτύρημα (E.), ( ἀντι-, κατα-)-μαρτύρησις (Epicur., pap.) `testimony', also ( δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) μαρτυρία `id.' (cf. above and Scheller Oxytonierung 34f. w. n. 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The basis may be a verbal noun *μάρ-τυ- `testimony', seen in μάρ-τυς, - τυν, - τυσι; cf. below. The change from abstract `testimony' to appellative `witness' is attested more often, e.g. Fr. témoin \< Lat. testimonium, Engl. witness orig. `testimony', then `witness'. The suffix ρο- gave the personal, prob. orig. adjectival μάρτυ-ρος. A compromise with μάρτυς gave perhaps the consonantstem μάρτυρ-; note esp. the gen. pl. μαρτύρων ( ἐναντίον μαρτύρων etc.), which can be both from the o-stem and from the consonantstem; further see Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation occurred in μαῖτυ(ρ)ς (\< *μάρτυρ-ς); μάρτυσι and μάρτυς can be explained in the same way (Schwyzer 260); cf. above. - As zero grade τυ-derivation μάρτυς may belong to a verb for `remember', which may be found in Skt. smárati and which may have other derivatives in Greek, e.g. μέριμνα (s. v.); proper meaning *'remembrance'. -- Not with Thieme Studien 55 (with criticism of the traditional interpretation): from *mr̥t-tur prop. `seizing death' (?), cf. Leumann Gnomon 25, 191. - But this cannot explain the vocalism, so rather a loand from Pre-Greek (Fur. 296). The speculations above, which start from an IE origin, must be rejected.Page in Frisk: 2,178-179Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάρτυς
-
7 μαρμαίρω
μαρμαίρω ( ΜΑΡ mit reduplicirtem Stamm, vgl. μαιμάω, verwandt mit μάρμαρος, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω), schimmern, flimmern, von schneller, vibrirender Bewegung des Lichtes; Hom. im partic. praes., ἔντεα μαρμαίροντα, schimmernde Waffen, vom Strahlen des Erzes, Il. 12, 195 u. öfter, wie τεύχεα, 18, 617, u. Τρῶες χαλκῷ μαρμαίροντες 13, 801, vgl. δώματα χρύσεα μαρμαίροντα, strahlend, 13, 22; auch ὄμματα μαρμαίροντα, von den blitzenden, lebhaften Augen der Aphrodite, 3, 397; αὐγη μαρμαίρουσα, vom Blitz, Hes. Th. 699; bei Aesch. Spt. 383, νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ ' ἀσπίδος ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν, ist an das Funkeln der Sterne in der Nacht zu denken; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων Eur. Ion 888; τῶν χαλκωμάτων καὶ τῶν άργυρωμάτων ἐμάρμαιρε ἁ οἰκία Sophron bei Ath. VI, 230 a, wie Alcaeus μαρμαίρει δὲ μέγας δόμος χαλκῷ ibd. XIV, 627 a u. Bacchyl. ib. II, 39 f; παρηΐδες, Agath. 20 (V, 282); στήϑεα, Rufin. 36 (V, 48). – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Himer., ἡ πέλτη μαρμαίρουσα Luc. D. Mer. 13, 3.
-
8 μαραυγεω
-
9 колонна
колонна ж 1) η κολόνα, ο στύλος мраморная \колонна η μαρ μάρινη κολόνα 2) (строй,* * *ж1) η κολόνα, ο στύλοςмра́морная коло́нна — η μαρμάρινη κολόνα
2) (строй, шеренга) η φάλαγγα, η διάταξη -
10 допрос
допросм ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις]:\допрос свидетелей ἡ ἐξέταση τῶν μαρ->ων перекрестный \допрос ἡ ἀντεξέταση, ἀνάκριση ὑπό τοῦ ἀντιδίκου· подвер-ь \допросу ἀνακρίνω, ὑποβάλλω σέ ἀνάίση. -
11 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
12 жемчужница
жемч||у́жницаж зоол. τό μαρ-γαριτοφόρο[ν] δστρεο[ν]. -
13 мигать
миг||атьнесов1. παίζω τά βλέφαρα, σκαρδαμύσσω, ἀνοιγοκλείνω τά μάτια·2. (мерцать) ἀναβοσβύνω, τρεμουλιάζω, μαρ-μαίρω. -
14 оцепенелый
оцепене||лыйприл μουδιασμένος, μαρ· γωμένος, ναρκωμένος, κατάπληκτος/ ἐμβρόντητος (пораженный). -
15 оцепенение
оцепене||ниес τό μούδιασμα, τό μάργωμα, ἡ νάρκη / τό μαρ-μάρωμα (остолбенение). -
16 μάρτυρας
μάρτυρας (ο / η)1) свидетель;ΦΡ.μάρτυς μου ο Θεός — Бог мне свидетель;2) мученик, христианин пострадавший за веруЭтим.< дргр. μάρτυς < μάρ-τυ-ρς < инд. (s)mer «помнить», санскр. smarati, лат. memoria «память». В христианскую эпоху слово получило особенное значение «христиан готовых исповедовать свою веру и пожертвовать собой ради неё»* -
17 σχεδόν
1 near, closea adv., c. prep.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
b prep.I c. dat.τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ N. 10.66
“ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει Πα. 2. 73, cf. Παρθ. 2. 69. -
18 Τόμαρον
Τόμαρον a mountain near Dodona in Epiros. σχεδὸν δ[ὲ Το]μάρου (at legit S. Radt σχεδὸν δ[... ]μαρ.ου.) Πα.. 1 ]πτυχὶ Τομάρου[ fr. 59. 7. -
19 мраморный
επ.μαρμάρινος•-ая статуя μαρμάρινο άγαλμα.
|| μαρμαροειδής•-ая бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα.
|| άσπρος σαν μάρμαρο•-ая шея κατάλευκος (χιονόλευκος) λαιμός•
женщина с -ой шеей γυναίκα μαρ-μαρτράχηλη.
-
20 перламутр
-а α.μάργαρος, σεντέφι, μαρ-γαρ(ιταρ)όρριζα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαρ — Μάρ, Μαρός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ Μᾱρες φυλή που ζούσε κοντά στην Κολχίδα … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… … Dictionary of Greek
κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
Сабанис, Йоргос — Йоргос Сабанис Имя при рождении греч. Γιώργος Σαμπάνης Дата рождения 1983 год(1983) … Википедия
SACCULI — item Folles, Graecis κώρυκοι et ςάκται, inter vasa seu instrumenta, quibus olim Athletae exercebantur, numerantur Polluci, cum ςάκτην, μάρ???ιππον et ςάκκον in eorum censu locat. Erant illi, vel tomento farti, vel aliâ re pleni, quae gravem ictum … Hofmann J. Lexicon universale
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek