Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μάρτυν

См. также в других словарях:

  • μάρτυν — μάρτυς witness masc/fem acc sg (attic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»