-
1 μάνης
-
2 μάνης
μάνης, ὁ, so hieß beim Kottabosspiel das Männchen von Metall, auf welches die Weintropfen od. die durch dieselben bewegte Waagschale schlug -
3 παρ-εμ-μανής
παρ-εμ-μανής, ές, = etwas ἐμμανής.
-
4 περι-μανής
περι-μανής, ές, sehr rasend, sehr leidenschaftlich, so von der Liebe, Plut. oft, z. B. ἐπιϑυμία, Ant. 6.
-
5 παιδο-μανής
παιδο-μανής, ές, knabentoll, in Knaben rasend verliebt; Rufin. 14 (V, 19): Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c, ἀλιτροσύνη, Agath. 3 (V, 302): a. sp. D.
-
6 πορνο-μανής
πορνο-μανής, ές, hurentoll, Schol. Ar. Ran. 432.
-
7 πολυ-δακρυ-μανής
πολυ-δακρυ-μανής, ές, = Folgdm, Orac. Sib.
-
8 πολυ-μανής
πολυ-μανής, ές, poet. πουλ., sehr rasend, Ep. ad. 8 (XII, 87).
-
9 τῡφο-μανής
τῡφο-μανής, ές, vor Stolz, Hoffarth rasend, sehr hoffärthig, Nicet.
-
10 φρενο-μανής
φρενο-μανής, ές, wahnsinnig, unsinnig, Aesch. Ag. 1111.
-
11 φυλλο-μανής
φυλλο-μανής, ές, wild ins Laub treibend, Sp.
-
12 φιλ-οιστρο-μανής
φιλ-οιστρο-μανής, ές, = Folgdm, Orph. H. 13, 2.
-
13 φηρο-μανής
φηρο-μανής, ές, das Wild leidenschaftlich liebend, Beiw. des Bacchus in einem Hymn. (IX, 524).
-
14 χρῡσο-μανής
χρῡσο-μανής, ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).
-
15 χοροι-μανής
χοροι-μανής, ές, die Chöre, den Tanz leidenschaftlich liebend s. χορομανής, – Adv. χοροιμανέως, Maxim.
-
16 χορο-μανής
χορο-μανής, ές, gew. Form statt des poet. χοροιμανής, τρόπος Ar. Th. 961.
-
17 γυναικο-μανής
-
18 γυναι-μανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.
-
19 καρπο-μανής
καρπο-μανής, ές, üppig, reich an Früchten, Soph. frg. 591 bei Hesych.
-
20 κεντρο-μανής
κεντρο-μανής, ές, mit dem Stachel rasend; ἄγκιστρον στόμα, vom Munde des Liebe entflammenden u. wie ein Anker festhaltenden Mädchens, Maced. 13 (V, 247); Parmen. (XIII, 18) παῖς, vom Wagenlenker, unmäßig spornend, wofür Ep. ad. 121 κεντροπαγής steht.
См. также в других словарях:
μάνης — μάνης, ὁ (Α) 1. είδος ποτηριού 2. μικρό χάλκινο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι κότταβος* 3. είδος βολής κατά το παιχνίδι τών κύβων 4. ο δούλος 5. ως κύριο όν. ὁ Μάνης α) (στους κωμικούς) όνομα δούλου από τη Φρυγία β) προσωνυμία… … Dictionary of Greek
Μάνης — cup masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
Μάνης — η ή εντος, ο (AM Μάνης, εντος) ο ιδρυτής τής θρησκείας τού Μανιχαϊσμού, αλλ. Μανιχαίος … Dictionary of Greek
μάνης — μάνα fem gen sg (attic epic ionic) μάνης cup masc nom sg μαίνομαι rage aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) μά̱νης , μῆνις wrath fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανῆς — μᾱνῆς , μανός loose fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανῇς — μαίνομαι rage aor subj pass 2nd sg μᾱνῇς , μανός loose fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνης ή Μανιχαίος — (Μαρντίνου ή Αφρούνια Μεσοποταμίας 216 – Γκουντεσαχπούρ 277 μ.Χ.). Πέρσης ιδρυτής της θρησκείας του μανιχαϊσμού (βλ. λ.). Καταγόταν από τη νότια Βαβυλωνία και ο πατέρας του Πατέκ ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα (Μανταίοι ή Γνωστικοί), όπου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Μάνης — Το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης στεγάζεται από το 1993 στον πύργο του στρατηγού του απελευθερωτικού αγώνα Τζανετάκη Γρηγοράκη, ο οποίος χτίστηκε το 1829 και πρόσφατα αναπαλαιώθηκε. Ο όμορφος αυτός πύργος δεσπόζει στη νησίδα Κρανάη ή… … Dictionary of Greek
Ανατολικής Μάνης, δήμος — Νέος δήμος (2.111 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δρυμού, Έξω Νυμφίου, Κοκκάλας, Κότρωνα, Λαγίας και Πυρρίχου, που καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κότρωνα … Dictionary of Greek
Μανᾶν — Μάνης cup masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)