-
1 μάλουρος
μάλουροςwhite-tailed: masc /fem nom sg -
2 λεύκουρος
λεύκουρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκουρος
-
3 μαλός
------------------------------------A = ἀμαλός, only in ἄρνα μαλήν, a wrong division of ἄρν' ἀμαλήν, Il.22.310. [full] μαλοσόα ὁδός· ᾗ τὰ πρόβατα βαδίζει, Hsch. ( μαλόσα cod.); cf. ἱπποσόα, μηλοσόη. [full] μάλουρος, ον, and fem. [full] μάλουρις, white-tailed, Id. [full] μᾱλοφόρος, [full] μᾱλοφύλαξ, [dialect] Dor. for μηλοφ-. [full] μαλόχιον· σπαθητόν, Id.
См. также в других словарях:
μάλουρος — white tailed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλουρος — η, ο (Α μάλουρος, ον, θηλ. και μάλουρις και μαλουρίς) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μάλουρος ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας maluridae ή sylviidae, τα οποία απαντούν στην Αυστραλία αρχ. αυτός που έχει λευκή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek