-
1 μάκελον
μάκελον, oder μάκελλον, τό, auch μάκελος, = δρυφακτός, φραγμός, Einschluß, maceria, wovon Varro L. L. 4, 35 auch macellum ableitet; dabei bemerkend Iones ostia hortorum et castelli μακέλλους vocant. Vgl. μακελεῖον. – D. Cass. 61, 18 erkl. μάκελλον durch ἀγορὰν τῶν ὄψων, Markt der Lebensmittel.
-
2 μάκελον
μάκελον, oder μάκελλον, τό, Einschluß, maceria, auch macellum; ἀγορὰν τῶν ὄψων, Markt der Lebensmittel
См. также в других словарях:
μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική … Dictionary of Greek