-
1 λυκοσπάς
A torn by wolves, epith. of bees, Nic.Th. 742 (because generated from corpses of oxen torn by wolves, Sch. adloc.).II of horses, , where it may mean drawn by the bit ( λύκος v.1), cf. Plu.2.641f, or ἀποσπασθεισαν ἀπὸ λύκου as expld. by Choerob. in Theod.1.287, cf. Plu. l. c. (where horses bitten by wolves are said to become speedier); but οἱ λ. were a breed of horses in lower Italy, = ἵπποι αἱ Ἐνετίδες, Phot., cf. Hsch., Ael.NA16.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκοσπάς
См. также в других словарях:
κυνοσπάς — κυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) κυνοσπάρακτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπάς (< σπάω / σπῶ), πρβλ. λυκο σπάς] … Dictionary of Greek
οδυνοσπάς — ὀδυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν ο + σπας, άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο σπάς] … Dictionary of Greek
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek