-
1 λιμηρος
I31) голодный, вынуждаемый голодом(ἐργασία Anth.)
2) управляемый голодом(πενίης ὄργανον, sc. κορωνοβόλον Anth.)
3) томящий, томительный(ἔρως Theocr.)
II3обладающий (хорошим) портом ( эпитет города Эпидавр) Thuc. -
2 λιμηρός
A hungry, causing hunger,ἔρως Theoc.10.57
;ἐργασίη AP6.47
(Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.------------------------------------A furnished with a good harbour, special epith. of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26;εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως.. λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod.
ap. Str.8.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμηρός
-
3 λιμηρός
-
4 λῑμηρός
-
5 λῑμηρός
λῑμηρός, hungrig, u. dah. dürftig, notleidend, kümmerlich -
6 λιμηρός
-
7 λιμηρά
λῑμηρά, λιμηρός 1hungry: neut nom /voc /acc plλῑμηρά̱, λιμηρός 1hungry: fem nom /voc /acc dualλῑμηρά̱, λιμηρός 1hungry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: neut nom /voc /acc plλιμηρά̱, λιμηρός 2hungry: fem nom /voc /acc dualλιμηρά̱, λιμηρός 2hungry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 λιμηρόν
λῑμηρόν, λιμηρός 1hungry: masc acc sgλῑμηρόν, λιμηρός 1hungry: neut nom /voc /acc sgλιμηρός 2hungry: masc acc sgλιμηρός 2hungry: neut nom /voc /acc sg -
9 λυμηρος
-
10 λιμηρά
λῑμηρᾷ, λιμηρός 1hungry: fem dat sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 λιμηρᾷ
λῑμηρᾷ, λιμηρός 1hungry: fem dat sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 λιμηράς
λῑμηρᾶς, λιμηρός 1hungry: fem gen sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 λιμηρᾶς
λῑμηρᾶς, λιμηρός 1hungry: fem gen sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 λιμηρής
λῑμηρῆς, λιμηρός 1hungry: fem gen sg (epic ionic)λιμηρός 2hungry: fem gen sg (epic ionic) -
15 λιμηρῆς
λῑμηρῆς, λιμηρός 1hungry: fem gen sg (epic ionic)λιμηρός 2hungry: fem gen sg (epic ionic) -
16 λιμηράν
λῑμηρά̱ν, λιμηρός 1hungry: fem acc sg (attic doric aeolic)λιμηρά̱ν, λιμηρός 2hungry: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 λιμηρή
λῑμηρή, λιμηρός 1hungry: fem nom /voc sg (epic ionic)λιμηρός 2hungry: fem nom /voc sg (epic ionic) -
18 λιμηρήν
λῑμηρήν, λιμηρός 1hungry: fem acc sg (epic ionic)λιμηρός 2hungry: fem acc sg (epic ionic) -
19 λιμενηρός
-
20 λῡμηρός
См. также в других словарях:
λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… … Dictionary of Greek
λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρόν — λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry masc acc sg λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc sg λιμηρός 2 hungry masc acc sg λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρᾶς — λῑμηρᾶς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρῆς — λῑμηρῆς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρή — λῑμηρή , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρήν — λῑμηρήν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek