-
1 ληστήριον
-
2 λῃστήριον
-
3 λῃστήριον
λῃστήριον, τό, Räuberbande; ἐκπέμπων λῃστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους Xen. Hell. 5, 4, 42, πληροῖ τὰ λῃστήρια Aesch. 1, 191; Plut. Pomp. 26 Syll. 3, u. a. Sp., auch = Räuberhöhle.
-
4 ληστηριον
-
5 λῃστήριον
λῃστήριον, τό, Räuberbande; auch = Räuberhöhle -
6 ληστήριον
-ου τό N 2 0-1-0-0-0=1 2 Chr 22,1 -
7 λῃστήριον
A band of robbers, X.HG5.4.42, Aeschin.1.191, PPetr.3 P.59 (iii B.C.): in pl., piratical vessels, Clidem.5, IGRom.4.219 ([place name] Ilion).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστήριον
-
8 ληιστηρίου
λῃστήριονband of robbers: neut gen sg -
9 ληιστηρίων
λῃστήριονband of robbers: neut gen pl -
10 ληιστήρια
λῃστήριονband of robbers: neut nom /voc /acc pl -
11 ληιστηρίωι
ληιστηρίῳ, λῃστήριονband of robbers: neut dat sg -
12 ληστηρίοις
-
13 λῃστηρίοις
-
14 ληστηρίου
-
15 λῃστηρίου
-
16 ληστηρίω
-
17 λῃστηρίῳ
-
18 ληστηρίων
-
19 λῃστηρίων
-
20 ληστήρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
λῃστήριον — band of robbers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστηρίοις — λῃστήριον band of robbers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστηρίῳ — λῃστήριον band of robbers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαστήριον — λαστήριον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληστήριον … Dictionary of Greek