Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λῃστήριον

См. также в других словарях:

  • ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …   Dictionary of Greek

  • λῃστήριον — band of robbers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστηρίοις — λῃστήριον band of robbers neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστηρίῳ — λῃστήριον band of robbers neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαστήριον — λαστήριον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληστήριον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»