-
1 ληστήρια
-
2 λῃστήρια
-
3 λῃστήριον
λῃστήριον, τό, Räuberbande; ἐκπέμπων λῃστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους Xen. Hell. 5, 4, 42, πληροῖ τὰ λῃστήρια Aesch. 1, 191; Plut. Pomp. 26 Syll. 3, u. a. Sp., auch = Räuberhöhle.
-
4 εξειργω
I1) изгонять(τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.)
2) закрывать доступ, не допускать(τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.)
χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. — лишать кого-л. удобного случая (действовать);ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. — быть лишенным права выступать (на собраниях)3) запрещать, мешать(τῶνδ΄ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.)
ὅταν μέ ἥ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. — если не препятствует время годаIIион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным(ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.)
См. также в других словарях:
λῃστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek