Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λῃστικῶς

См. также в других словарях:

  • λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0388 Chronological Sequence: 7c, 11c մ. ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ. ληστικῶς more praedonum որ եւ ԱՒԱԶԱԿԱՊԷՍ, ԱՒԱԶԱԿՕՐԷՆ. Իբրեւ աւազակ. *Ի վերայ անկանելով աւազակաբար խաբէոթեամբ. Արշ.: *Աւազակաբար ʼի խնդիրս անկանէր. Վրք. ոսկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»