-
1 ληστικως
по-разбойничьи Thuc. -
2 ληστικώς
-
3 λῃστικῶς
-
4 λῃστρικός
λῃστρικός, = λῃστικός, ναῦς, Thuc. 4, 9; βίος, Arist. pol. 1, 5, wie D. Sic. 2, 48; δύναμις, Plut. Sert. 18, λῃστρικοί, οἱ, Räuber, Strab. VII, 293, τὸ λῃστρικόν, die Räuberbande, oft als v. l. für λῃστικόν. Auch übertr., τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγετε, Simonds 58 (V, 161). – Adv., = λῃστικῶς, Strab. II, 126 u. Sp.
-
5 λῃστικός
λῃστικός, zum Rauben, Plündern geneigt, räuberisch, Thuc. 6, 104; ἔϑνη, Arist. pol. 8, 4; ἡ λῃστική, Räuberei, Plat. Soph. 222 c; – τὸ λῃστικόν, das Raubwesen, die Räuberbande, Thuc. 1, 13. 2, 69 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 242. – Adv. λῃστικῶς, nach Räuberart, z. B. τὰ πλοῖα τῷ παλαιῷ τρόπῳ λῃστικώτερον παρεσκευασμένα, Thuc. 1, 10.
-
6 λῃστικός
λῃστικός, zum Rauben, Plündern geneigt, räuberisch; ἡ λῃστική, Räuberei; τὸ λῃστικόν, das Raubwesen, die Räuberbande. Adv. λῃστικῶς, nach Räuberart
См. также в других словарях:
λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… … Dictionary of Greek
ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0388 Chronological Sequence: 7c, 11c մ. ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ. ληστικῶς more praedonum որ եւ ԱՒԱԶԱԿԱՊԷՍ, ԱՒԱԶԱԿՕՐԷՆ. Իբրեւ աւազակ. *Ի վերայ անկանելով աւազակաբար խաբէոթեամբ. Արշ.: *Աւազակաբար ʼի խնդիրս անկանէր. Վրք. ոսկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)