-
1 λᾳστήριον
A v. λῃστήριον. [full] λαστρυγυλίας· λίθος τετριμμένος, Hsch. (Fort. λᾶς ([etym.] λᾶας) τρυμαλίας.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λᾳστήριον
-
2 λῃστήριον
A band of robbers, X.HG5.4.42, Aeschin.1.191, PPetr.3 P.59 (iii B.C.): in pl., piratical vessels, Clidem.5, IGRom.4.219 ([place name] Ilion).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστήριον
См. также в других словарях:
λαστήριον — λαστήριον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληστήριον … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek