-
1 λατομεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομεύω
-
2 λατομέω
A quarry,γῆν Posidon.57
J.;πέτραν IG42(1).122.25
(Epid.), cf. D.S. 5.39;λίθους PCair.Zen.499.38
(iii B.C.), Antig.Mir. 161: abs., PCair.Zen.296.34 (iii B.C.), Agatharch.25, J.AJ8.2.9:—[voice] Pass.,λελατόμηται PPetr.2p.12
(iii B.C.);τὰ -ούμενα θραύματα D.S.3.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομέω
-
3 λατομεῖον
λᾱτομ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομεῖον
-
4 λατόμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατόμημα
-
5 λατομητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομητός
-
6 λατομία
λᾱτομ-ία, ἡ,A quarrying of stone, PHib.71.7 (iii B.C.), IG42(1).102.17 (Epid.); τῷ στρώματι ib.40: mostly in pl., = quarries, Man. ap.J.Ap.1.26, Str.8.5.7, AP11.253 (Lucill.); of the quarries at Syracuse used as a prison, Plu.2.334c; also in sg., PCair.Zen.176.215 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομία
-
7 λατομικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομικός
-
8 λατόμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατόμιον
-
9 λατομίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομίς
-
10 λατόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατόμος
См. также в других словарях:
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek