-
1 λαοτροφος
-
2 λαοτρόφος
a caring for the peopleτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
b consisting in care of the people ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, — αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ (τὴν μαντικήν. Σ: λαότροφον coni. v. d. Mühll, M. H., 20. 1396, 101) O. 6.59 -
3 λαοτρόφος
λᾱοτρόφος, ον,A nourishing or tending the people,πόλις Pi.O.5.4
; τιμὰ λ. an office useful to the people, ib.6.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτρόφος
-
4 λαοτρόφος
λᾱοτρόφος, λαοτρόφοςnourishing: masc /fem nom sg -
5 λᾱοτρόφος
λᾱο-τρόφος, das Volk, Menschen ernährend; λᾱό-τροφος, vom Volke ernährt -
6 λαοτρόφον
λᾱοτρόφον, λαοτρόφοςnourishing: masc /fem acc sgλᾱοτρόφον, λαοτρόφοςnourishing: neut nom /voc /acc sg -
7 λαοβότος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοβότος
См. также в других словарях:
λαοτρόφος — λαοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει ή φροντίζει τον λαό 2. φρ. «τιμὰ λαοτρόφος» αξίωμα χρήσιμο στον λαό (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο τρόφος, παιδο τρόφος] … Dictionary of Greek
λαοτρόφος — λᾱοτρόφος , λαοτρόφος nourishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοτρόφον — λᾱοτρόφον , λαοτρόφος nourishing masc/fem acc sg λᾱοτρόφον , λαοτρόφος nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
λαοβότος — λαοβότος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαοτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότος (< βόσκω), πρβλ. αιμο βότος, λεοντο βότος] … Dictionary of Greek