-
1 Λαέρτης
Λαέρτηςant: masc nom sg -
2 λαέρτης
λαέρτηςant: masc nom sg -
3 λαέρτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαέρτης
-
4 Λᾶέρτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Λᾶέρτης
-
5 Λαέρτη
-
6 λαέρτη
-
7 Λαερτίου
λαέρτηςant: masc gen sg -
8 λαέρτου
λαέρτηςant: masc gen sg -
9 Λαέρτην
Λαέρτηςant: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 Λαέρτιος
λαέρτηςant: masc nom sg -
11 Λαέρτου
Λαέρτηςant: masc gen sg -
12 λαέρτην
λαέρτηςant: masc acc sg (attic epic ionic) -
13 Λαέρτα
Λαέρτᾱ, Λαέρτηςant: masc nom /voc /acc dualΛαέρτηςant: masc voc sgΛαέρτᾱ, Λαέρτηςant: masc gen sg (doric aeolic)Λαέρτηςant: masc nom sg (epic) -
14 λαέρτα
λαέρτᾱ, λαέρτηςant: masc nom /voc /acc dualλαέρτηςant: masc voc sgλαέρτᾱ, λαέρτηςant: masc gen sg (doric aeolic)λαέρτηςant: masc nom sg (epic) -
15 Λαέρτας
Λαέρτᾱς, Λαέρτηςant: masc acc plΛαέρτᾱς, Λαέρτηςant: masc nom sg (epic doric aeolic) -
16 λαέρτας
λαέρτᾱς, λαέρτηςant: masc acc plλαέρτᾱς, λαέρτηςant: masc nom sg (epic doric aeolic) -
17 Λαερτίω
-
18 Λαερτίῳ
-
19 Λαέρταο
Λαέρτᾱο, Λαέρτηςant: masc gen sg (epic doric) -
20 Λαέρτεω
Λαέρτεω̆, Λαέρτηςant: masc gen sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λαέρτης — ant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαέρτης — ant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
Лаэрт — (Λαέρτης) отец Одиссея (см.) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Λαερτίου — λαέρτης ant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαερτίῳ — λαέρτης ant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαέρτη — Λαέρτης ant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαέρτη — λαέρτης ant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαέρτην — Λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαέρτην — λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαέρτιος — λαέρτης ant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)