-
1 Λάρτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λάρτιος
-
2 λάρτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάρτιος
-
3 Λαρτίου
Λάρτιοςant: masc gen sg -
4 λαρτίου
λάρτιοςant: masc /neut gen sg -
5 λαέρτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαέρτης
См. также в других словарях:
λάρτιος — λάρτιος, ία, ον (Α) [λάρτος] φρ. α) «λάρτιος λίθος» ή «λαρτία πέτρα» είδος σκληρού λίθου τής Ρόδου β) «λαρτία στάλα» στήλη κατασκευασμένη από τέτοιο λίθο … Dictionary of Greek
Λαρτίου — Λάρτιος ant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρτίου — λάρτιος ant masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρτος — λάρτος, ὁ (Α) ο λάρτιος λίθος … Dictionary of Greek