-
1 λαφυραγωγέω
A carry off as booty, Str.6.3.1, J.AJ13.14.3, Plu. Galb.5 (in [tense] fut. [voice] Med.), etc.: metaph.,πόλεμος οὐ λ. ἀρετήν Id.2.5f
:— [voice] Pass., Sch.E.Med. 256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαφυραγωγέω
-
2 λαφυραγωγητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαφυραγωγητικός
-
3 λαφυραγωγία
λᾰφῡρᾰγωγ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαφυραγωγία
-
4 λαφυραγωγός
λᾰφῡρᾰγωγ-ός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαφυραγωγός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский