Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λόφωσις

См. также в других словарях:

  • λόφωσις — λόφωσις, ἡ (Α) (για πτηνό) η ύπαρξη λοφίου στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, κατά το ἀέτωσις] …   Dictionary of Greek

  • λόφωσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»