Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λίσσωμα

См. также в других словарях:

  • λίσσωμα — λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ] η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • λίσσωμα — smoothness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσσωμ' — λίσσωμαι , λίσσομαι beg pres subj mp 1st sg λίσσωμα , λίσσωμα smoothness neut nom/voc/acc sg λίσσωμι , λίζω graze aor subj act 1st sg (epic) λίσσωμαι , λίζω graze aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»