-
1 Λίνδος
Λίνδοςfrom Lindos: fem nom sg -
2 λίνδος
λίνδοςmasc nom sg -
3 Λίνδος
1ἑπτὰ παῖδας, ὧν εἶς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
-
4 Λίνδος
A from Lindos, Call.Aet.Oxy.2080.49:—hence [full] Λινδιᾰκος, ὁ (sc. λόγος), Chron.Lind.B65; [full] Λίνδιος, α, ον, Lindian, SIG129.38, al.; Ἀθάνα Λινδία ib.725.11; [full] Λινδιασταί, οἱ, religious guild at Lindos, IG12(1).161; [full] Λινδοπολίτας, α, ὁ, citizen of Lindos, SIG725.12. -
5 λίνδος
-
6 Λίνδος
Λίνδος: a town in Rhodes. Il. 2.656†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Λίνδος
-
7 λίνδος
Grammatical information: m.Meaning: an aromatic plant (Mnesim. Com. 4, 63 ap. Ath. 9, 403d, Eust. 315, 18).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: After the town Lindos on Rhodes? Cf. the plantname θάψος after the spit of land and town so called and other cases in Strömberg Pflanzennamen 121 ff.Page in Frisk: 2,125Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίνδος
-
8 Λίνδοιο
Λίνδοςfrom Lindos: fem gen sg (epic) -
9 Λίνδον
Λίνδοςfrom Lindos: fem acc sg -
10 Λίνδου
Λίνδοςfrom Lindos: fem gen sg -
11 λίνδοιο
λίνδοςmasc gen sg (epic) -
12 λίνδον
λίνδοςmasc acc sg -
13 λίνδου
λίνδοςmasc gen sg -
14 Λίνδω
-
15 Λίνδῳ
-
16 Λίνδωι
Λίνδῳ, Λίνδοςfrom Lindos: fem dat sg -
17 λίνδω
-
18 λίνδῳ
-
19 λίνδωι
λίνδῳ, λίνδοςmasc dat sg
См. также в других словарях:
Λίνδος — from Lindos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… … Dictionary of Greek
Λίνδος — Sp Lindas Ap Λίνδος/Lindos L Rodo s. kyš. ir g tė P. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ЛИНД — • Λίνδος, см. Rhodus, Родос, 1 … Реальный словарь классических древностей
Ζίγδης, Ιωάννης — (Λίνδος, Ρόδος 1913 – Αθήνα 1997). Οικονομολόγος και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην οικονομική σχολή του Λονδίνου (LSE). Νέος ακόμη πήρε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της… … Dictionary of Greek
Λίνδοιο — Λίνδος from Lindos fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνδοιο — λίνδος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνδον — Λίνδος from Lindos fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνδον — λίνδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνδου — Λίνδος from Lindos fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)