-
1 Λίνδος
A from Lindos, Call.Aet.Oxy.2080.49:—hence [full] Λινδιᾰκος, ὁ (sc. λόγος), Chron.Lind.B65; [full] Λίνδιος, α, ον, Lindian, SIG129.38, al.; Ἀθάνα Λινδία ib.725.11; [full] Λινδιασταί, οἱ, religious guild at Lindos, IG12(1).161; [full] Λινδοπολίτας, α, ὁ, citizen of Lindos, SIG725.12.
См. также в других словарях:
Λινδιασταί — Λινδιασταί, οἱ (Α) [Λίνδος] θρησκευτικός σύλλογος στη Λίνδο … Dictionary of Greek