Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λίθεος

См. также в других словарях:

  • λίθεος — λίθεος, έα, ον (Α) [λίθος] λίθινος …   Dictionary of Greek

  • λίθεος — of stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθέου — λίθεος of stone masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθέῳ — λίθεος of stone masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθεοι — λίθεος of stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθέα — λιθέᾱ , λίθεος of stone fem nom/voc/acc dual λιθέᾱ , λίθεος of stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθέας — λιθέᾱς , λίθεος of stone fem acc pl λιθέᾱς , λίθεος of stone fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …   Dictionary of Greek

  • λιθέαν — λιθέᾱν , λίθεος of stone fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»