Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰλυός

См. также в других словарях:

  • ειλυός — εἰλυός και ἰλυός, ο (Α) ο ειλυθμός …   Dictionary of Greek

  • εἰλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλύος — εἰλύς mire fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… …   Dictionary of Greek

  • εἰλυοῖς — εἰλῡοῖς , εἰλυός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλυοί — εἰλῡοί , εἰλυός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλυούς — εἰλῡούς , εἰλυός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλυῶν — εἰλῡῶν , εἰλυός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- —     u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē     English meaning: to turn, wind; round, etc..     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen”     Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”)     Material: A.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»