-
1 ειλυός
-
2 ειλυος
-
3 εἰλῡός
εἰλῡός, ὁ, = εἰλυϑμός; Xen. Cyn. 5, 16; Ap. Rh. 1, 1144; Nic. Th. 143.
-
4 ειλύος
-
5 εἰλύος
-
6 εἰλυός
-
7 εἰλυός
Βλ. λ. ειλυός -
8 εἱλυός
Βλ. λ. ειλυός -
9 ἰλῡός
ἰλῡός, ὁ, = εἰλυός, Schlupfwinkel, ἰλυοὺς ἐβάλοντο κινώπετα, machten ihr Lager, Callim. Iov. 25.
-
10 ειλεος
-
11 ιλεος...
ἰλεός...εἰλεός, ἰλεόςтж. εἰλυός ὅ нора Theocr. -
12 ειλυοίς
-
13 εἰλυοῖς
-
14 ειλυοί
-
15 εἰλυοί
-
16 ειλυούς
-
17 εἰλυούς
-
18 ειλυών
-
19 εἰλυῶν
-
20 ἰλυός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ειλυός — εἰλυός και ἰλυός, ο (Α) ο ειλυθμός … Dictionary of Greek
εἰλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλύος — εἰλύς mire fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… … Dictionary of Greek
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
εἰλυοῖς — εἰλῡοῖς , εἰλυός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυοί — εἰλῡοί , εἰλυός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυούς — εἰλῡούς , εἰλυός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυῶν — εἰλῡῶν , εἰλυός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary