Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λάσταυρος

См. также в других словарях:

  • λάσταυρος — λάσταυρος, ὁ (Α) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάστη, κατά το κένταυρος] …   Dictionary of Greek

  • λάσταυρος — a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασταύρους — λάσταυρος a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασταύρων — λάσταυρος a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάσταυρε — λάσταυρος a masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάσταυροι — λάσταυρος a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάσταυρον — λάσταυρος a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιλάσταυρος — ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α) αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λάσταυρος «επίθ. τού κίναιδου»] …   Dictionary of Greek

  • λαίπος — λαῑπος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, λάσταυρος» …   Dictionary of Greek

  • λασταυροκάκκαβον — λασταυροκάκκαβον, τὸ (Α) έδεσμα που διήγειρε αφροδισιακές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσταυρος + κάκκαβον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»