Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λάμ-ιᾰ

  • 1 λαμυρός

    Grammatical information: adj.
    Meaning: `voracious, avaricious, gluttonous, coquettish' (X., com., hell.)
    Derivatives: λαμυρία `wantonness, pertness' (Plu.), λαμυρίς f. `lobe' (sch. Luc. Lex. 3), λαμυρῶσαι H. s. λαιθαρύζειν. - Besides λάμια f. name of a man-eating monster (Ar.), of a shark (Arist.); in this meaning also λάμνᾰ or - νη (Opp.); (τὰ) λάμια = χάσματα (EM. H.; cf. λαμυρὰ θάλασσα EM 555, 57). - Name of a hero Λάμος (κ 81). Lycian GN Λάμυρα ( Λίμυρα), rivern. Λάμυρος; from Λά-μυρα (to Σμύρνα etc.) foll. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
    Etymology: With λαμυρός cf. γλαφυρός, βδελυρός a. o.; λάμ-ιᾰ with retained - ιᾰ as in πότνια (Schwyzer 473, Chantraine Form. 98). With λαμυρός Walde (LEW2 420) compares Lat. lemurēs `ghosts hovering around of those, who died at a wrong time or who died a forceful death'. I see no basis for these speculations; see Frisk. Formally comparison with Gr. λαμ- seems hardly possible. - From λάμια Lat. lamia f. `vampyr'; further lamium n. `dead nettle', from *λάμιον ? (The form λαμος `cleft', sch. Hor. Ep. 1, 13, 10 does not exist). - Further WP. 2, 434, W.-Hofmann s. lemurēs, la-mium. Here also λαιμός (s.v.)? - Fur. (index) mostly connects Lemures (above); further he connects λάβρος, which is possible but uncertain. The word with - υρ- may well be Pre-Greek.
    Page in Frisk: 2,80

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμυρός

  • 2 στέφανος

    στέφᾰνος (-ος, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οιςι), -οισιν, -ους.)
    a crown presented to an athletic victor

    χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6

    αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23

    ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ O. 5.1

    στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.26

    ἕκτος οἶς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76

    στεφάνων ἄωτοι O. 9.19

    τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον; O. 10.61

    κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13

    δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29

    ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    τηλαυγέσιν ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6

    κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις P. 3.73

    υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.58

    Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22

    ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα N. 4.17

    οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.77

    Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.5

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.26

    εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν N. 7.77

    ( φιάλαις)

    ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26

    ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10

    γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.21

    ἐν βάσσαισι Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11

    ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν I. 5.8

    λάμ-

    βανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.4

    ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων I. 7.39

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.67

    μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20.

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13

    χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2.
    b garland as sign of festivity or success ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (v. l. στεφάνοις) O. 2.74

    στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον P. 4.240

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    στεφά]νοισι παν [ (e Σ supp. Snell) Πα.. 1. ]πλόκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3.. ἰοδέτων λάχετε στεφάνων (sc. θεοί) fr. 75. 6. Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. ἐντὶ [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (Wil.: στέφανον cod.) Θρ. 3. 3.
    c circling wall

    Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι O. 8.32

    Lexicon to Pindar > στέφανος

  • 3 πυλαιμάχος

    πῠλαιμάχος [pron. full] [ᾰ],
    A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (- λαμ- codd.Ath., - λεμ- Sch.Il.), Call.Fr. 503 (- λεμ- codd.).
    II epith. of Athena in Ar.Eq. 1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυλαιμάχος

  • 4 λάφῡρα

    λάφῡρα
    Grammatical information: n.
    Meaning: `spoils' (Ion.- Att.),
    Other forms: pl., also sg. - ον,
    Compounds: as 1. member e. g. λαφυρο-πώλης m. `who sells spoils' (X.);
    Derivatives: λαφυρεύω (LXX), - έω (Aq.) `plunder'.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: Formation with ρ-suffix (evt. λ-suff. with dissim.), first from a υ-stem, beside which we find in ἀμφι-λαφής (IA.; *λάφος) an σ-stem. The primary verb is seen in Skt. lábhate `take, seize'; further one connects from Baltic several nouns, e. g. Lith. lõbis `big possession, treasure, riches' (IE * lābh-), lãbas `good', subst. `good(s)' (Fraenkel Wb. s. v.). Forms of this verb may also be found in the stem of λαμ-βάνω, s. v. - This interpretation is wrong; the word has the suffix -ῡρ- which is Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek, Suffixes).
    Page in Frisk: 2,91

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάφῡρα

См. также в других словарях:

  • Λαμ, Βιλφρέδο — (Wilfredo Lam, Σάγκουα Λα Γκράντε 1902 – 1982). Κουβανός ζωγράφος, σχεδιαστής και γλύπτης. Η τεχνοτροπία του ήταν ένα κράμα υπερρεαλισμού και κυβισμού, με τις μορφές και τα χρώματα της Καραϊβικής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Greek alphabet — Type Alphabet …   Wikipedia

  • Лампрофиллит — [φυλλιτης (τиллитес) листоватый; λαμ προς (λямпрос) блестящий] м л, Na3Sr2Ti3 [(O,OH,F)2|Si2O7]2. Ромб. К лы пластинчато удлиненные. Сп. сов. по уплощению. Агр.… …   Геологическая энциклопедия

  • Papyrus 122 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 122 Name …   Deutsch Wikipedia

  • Onciale 0164 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0164 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien Copte date …   Wikipédia en Français

  • CYRUS — I. CYRUS Episcopus Orientis, Monotheleta, ab Heraclio Imperatore seducto, Patriarcha Alexandrinus factus. Sed ficta eius pietas, et Orthodoxiae ementitus cultus, quô plurimis imposuerat, in apricum productus, ipseque VI. Synodô Generali… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • λάμια — Πόλη (46.406 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδος, έδρα του δήμου Λαμιέων. Χτισμένη σε δύο λόφους στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της οροσειράς Όθρυος, αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της περιοχής. Η Λ.… …   Dictionary of Greek

  • λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»