-
1 λυρη
-
2 λύρη
-
3 λύρῃ
Βλ. λ. λύρη -
4 λυρα
ион. λύρη ἥ1) лира(ἑπτάτονος Eur.)
λύρῃ κιθαρίζειν HH. — играть на лире;ἄνευ λύρας Aesch. — (петь) без сопровождения на лире2) лирическое искусство, музыка Plat., Luc.3) созвездие Лиры Arst.4) предполож. тригла ( морская рыба) Arst. -
5 κιθαρίζω
κιθαρίζω, die Cither u. übh. ein Saiteninstrument spielen; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιϑάριζε Il. 18, 569, wie Hes. Sc. 201; λύρῃ H. h. Merc. 423, wie Xen. Conv. 3, 1; ποικίλον Pind. N. 4, 14; Plat. Prot. 326 a u. öfter; πρὸς τὴν ᾠδήν Alc. I, 129 c, wie Sp.; τί σοι Ἀπόλλων κεκιϑάρικε Soph. fr. 18, vorgesungen u. geweissagt; – κιϑαρίζομαι, sich auf der Cither vorspielen lassen, τὸ κιϑαριζόμενον, das auf der Cither gespielte Stück, Plut. mus. 36. – Sprichwörtlich ὄνος κιϑαρίζειν πειρώμενος Luc. Pseudol. 7.
-
6 λύρα
λύρα, ἡ, die Lyra, Leier, ein siebensaitiges 8nach D. Sic. 3, 16 ursprünglich vierseitiges) Instrument, das Hermes erfunden u. dem Apollo geschenkt haben soll, λύρῃ κιϑαρίζειν, H. h. Merc. 423 (sonst hat Hom. das Wort nicht, vgl. κιϑάρα u. φόρμιγξ); oft bei Pind., ἀδυεπής, Ol. 11, 97, εὔχορδον ἔγειρε λύραν, N. 10, 21, λυρᾶν βοαί P. 10, 39, u. Tragg., ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῖ Aesch. Ag. 963, λύρας κτύπος, Eur. Alc. 432, ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας, I. T. 1129; Ar. u. com. oft, wie in Prosa, περὶ κρουμάτων ἐν λύρᾳ, Plat. Alc. I, 107 a. Sie hatte einen tieferen Schallboden als die Kithara und galt als das männlichste unter den Saiteninstrumenten. – Auch das Spielen auf der Lyra, Plat. Legg. VII, 809 c, u. die lyrische Dichtkunst. – Das Sternbild, die Leier, Arat. 268. – Ein Meerfisch aus dem Barbengeschlecht, die Secleier, Arist. H. A. 4, 9.
-
7 κιθαριζω
играть (на струнном инструменте)(φόρμιγγι Hom., Hes.; λύρῃ HH.; ἐν ταῖς κιθάραις NT.)
κ. οὐκ ἐπίσταται погов. Arph. — играть он не умеет, т.е. он неучен;ὄνος κ. πειρώμενος погов. Luc. — осел, пытающийся играть на кифаре -
8 εὔφθογγος
εὔφθογγ-ος, ον,A wellsounding, cheerful,λύρη Thgn.534
;κελάδους -οτέρους A.Ch. 341
(anap.); (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: [comp] Sup., Id.6.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφθογγος
-
9 κιθαρίζω
A play the cithara,φόρμιγγι.. ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570
, Hes.Sc. 202;λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc. 423
; , cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13;ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7
K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V. 989, cf. 959;ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu. 1357
: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίζω
-
10 χρυσολύρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσολύρης
-
11 ἑρμαῖος
A called after Hermes, Ἑ. λόφος, in Ithaca, Od.16.471 (expl. as = ἕρμαξ by Sch. ad loc.);Ἑ. λέπας Λήμνου A.Ag. 283
, cf. S.Ph. 1459 (anap.).2 of Hermes, Λύρη, the constellation Lyra, Arat.674; Ἑρμαῖος, ὁ (sc. μήν), month at Argos, etc., Polyaen.8.33; in Boeotia, IG7.289, al.; in the Aetolian league, GDI1745, al.; cf. Ἑρμαιών.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμαῖος
-
12 λῠρα
λῠ́ραGrammatical information: f.Meaning: `lyre', four(seven)stringed instrument, like the cithara (h. Merc. 423; Zumbach Neuerungen 11);Other forms: Ion. λύρηDerivatives: Diminut. λύριον (Ar.), λυρίς (Hdn. Gr.); further λυρικός `belonging to the lyre, lyre-player' (Phld., Plu.); λυρίζω `play the lyre' (Chrysipp.; cf. Schwyzer 736; for it mostly κιθαρίζω, s.v. Wilamowitz Glaube 1, 167 n. 1) with λυριστής `lyreplayer' (Plin.), - ίστρια f. (sch.), - ισμός `playing the lyre' (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical LW [loanword] from the Mediterr. area; cf. on κιθάρα. IE etymologies in Fick 2, 237 (s. Bq and WP. 2, 406). Acc. to Grošelj, Živa Ant. 5,329. here also λυρτός, Epeirotic word for σκύφος (Seleuc. ap. Ath. 11, 500b), very uncertain. - Lat. LW [loanword] lyra; OHG līra \> Leier etc.Page in Frisk: 2,146Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῠρα
См. также в других словарях:
Λύρη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου της Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος … Dictionary of Greek
λύρη — λύρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύρῃ — λύρα lyre fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CLYMENUS Pluto dicitur — quam ob causam Erymologi Auctor docet. Clymenus, inquit, proprium nomen Herois παρὰ τὸ κλύω, τὸ δοξάζω. Subdit, Ε῎ςτι καὶ ἐπίθετον ᾅδου, τουτέςτιν ὁ πάντα καλῶν εἰς ἑαυτὸν, ἢ ὁ ὑπὲρ πάντων ἀκουόμενος. Antholog. l. 3. Εἰς Ο᾿ρφέα. Ο῝ς καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ερμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειογράφος του κύκλου του Επίκτητου (6ος αι. π.Χ.). Ήταν τυπικός εκπρόσωπος του ερυθρόμορφου ρυθμού. Σώζονται τέσσερα έργα του ενυπόγραφα (Ερμαίος εποίησε). 2. Ο Σωτήρ (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Τελευταίος… … Dictionary of Greek
χρυσολύρης — και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδη λύρης] … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
Προμύρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 10 μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Γεώργιος (υψόμ. 10 μ.), η Λύρη (υψόμ. 20 μ.), η Μορτιά… … Dictionary of Greek