Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λύρῃ

См. также в других словарях:

  • Λύρη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου της Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος …   Dictionary of Greek

  • λύρη — λύρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύρῃ — λύρα lyre fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLYMENUS Pluto dicitur — quam ob causam Erymologi Auctor docet. Clymenus, inquit, proprium nomen Herois παρὰ τὸ κλύω, τὸ δοξάζω. Subdit, Ε῎ςτι καὶ ἐπίθετον ᾅδου, τουτέςτιν ὁ πάντα καλῶν εἰς ἑαυτὸν, ἢ ὁ ὑπὲρ πάντων ἀκουόμενος. Antholog. l. 3. Εἰς Ο᾿ρφέα. Ο῝ς καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειογράφος του κύκλου του Επίκτητου (6ος αι. π.Χ.). Ήταν τυπικός εκπρόσωπος του ερυθρόμορφου ρυθμού. Σώζονται τέσσερα έργα του ενυπόγραφα (Ερμαίος εποίησε). 2. Ο Σωτήρ (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Τελευταίος… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολύρης — και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδη λύρης] …   Dictionary of Greek

  • Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …   Dictionary of Greek

  • Προμύρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 10 μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Γεώργιος (υψόμ. 10 μ.), η Λύρη (υψόμ. 20 μ.), η Μορτιά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»