-
1 λύπημα
-
2 λυπημα
-
3 λύπημα
λύπημαpain: neut nom /voc /acc sg -
4 λύπημα
λύπημα, τό, Kränkung, Schmerz -
5 λύπημα
-
6 λυπημάτων
λύπημαpain: neut gen pl -
7 λυπήμασι
λύπημαpain: neut dat pl -
8 λυπήματα
λύπημαpain: neut nom /voc /acc pl -
9 λυτηριος
-
10 λυτήριος
λυτ-ήριος, ον,A loosing, delivering, (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp. 268, Eu. 646;πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch. 820
(lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from.., A.Eu. 298;λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El. 635
; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο.. λ. ib. 1490, cf. 447;τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr. 758
; alsoλ. ἐκ θανάτου E.Alc. 224
(lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr. 554 (λ. λύπημα codd.).II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτήριος
См. также в других словарях:
λύπημα — pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… … Dictionary of Greek
λυπημάτων — λύπημα pain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήμασι — λύπημα pain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήματα — λύπημα pain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)