Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λύπημα

См. также в других словарях:

  • λύπημα — pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… …   Dictionary of Greek

  • λυπημάτων — λύπημα pain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπήμασι — λύπημα pain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπήματα — λύπημα pain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»