-
1 λυτήριος
λυτήριος, gew. 2 Endgn, lösend, befreiend; δαίμονες, Aesch. Spt. 158; ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, daß er mich hiervon befrei't, Eum. 288; τούτων ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια Suppl. 265; λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων Soph. El. 625; vgl. ὡς ἐμοὶ τόδ' ἂν κακῶν γένοιτο λυτήριον, möchte mich vom Leide befreien, 1490; λυτήρια φόνου, Entsühnung vom Morde, 439; λυτήριος ἐκ ϑανάτου Eur. Alc. 224; Sp.
-
2 λυτηριος
-
3 λυτήριος
λυτήριος, lösend, befreiend; ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, daß er mich hiervon befreit; ὡς ἐμοὶ τόδ' ἂν κακῶν γένοιτο λυτήριον, möchte mich vom Leide befreien; λυτήρια φόνου, Entsühnung vom Morde -
4 Λυτήριος
Λυτήριοςloosing: masc nom sg -
5 λυτήριος
λυτήριοςloosing: masc /fem nom sg -
6 λυτήριος
1 atoning for c. gen.τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106
-
7 λυτήριος
λυτ-ήριος, ον,A loosing, delivering, (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp. 268, Eu. 646;πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch. 820
(lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from.., A.Eu. 298;λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El. 635
; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο.. λ. ib. 1490, cf. 447;τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr. 758
; alsoλ. ἐκ θανάτου E.Alc. 224
(lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr. 554 (λ. λύπημα codd.).II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτήριος
-
8 ἐκ-λυτήριος
ἐκ-λυτήριος, zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.
-
9 λυτήριον
λυτήριοςloosing: masc /fem acc sgλυτήριοςloosing: neut nom /voc /acc sg -
10 Λυτηρίοις
Λυτήριοςloosing: masc dat pl -
11 Λυτηρίου
Λυτήριοςloosing: masc gen sg -
12 Λυτηρίους
Λυτήριοςloosing: masc acc pl -
13 Λυτηρίων
Λυτήριοςloosing: masc gen pl -
14 Λυτήριοι
Λυτήριοςloosing: masc nom /voc pl -
15 Λυτήριον
Λυτήριοςloosing: masc acc sg -
16 λυτηρίοις
λυτήριοςloosing: masc /fem /neut dat pl -
17 λυτηρίου
λυτήριοςloosing: masc /fem /neut gen sg -
18 λυτηρίους
λυτήριοςloosing: masc /fem acc pl -
19 λυτηρίων
λυτήριοςloosing: masc /fem /neut gen pl -
20 λυτήρια
λυτήριοςloosing: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
Λυτήριος — loosing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτήριος — loosing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτήριον — λυτήριος loosing masc/fem acc sg λυτήριος loosing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίοις — Λυτήριος loosing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίοις — λυτήριος loosing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίου — Λυτήριος loosing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίου — λυτήριος loosing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίους — Λυτήριος loosing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίους — λυτήριος loosing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίων — Λυτήριος loosing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)