-
21 παράθεσις
A juxtaposition,θέσις καὶ π. Hp. Off.3
: in Tactics,π. λόχου ἑτέρῳ λόχῳ Arr.Tact.7.1
; αἱ κατὰ τὰς π. μίξεις, opp. αἱ δι' ὅλων κράσεις, Antip.Stoic.3.255, cf. Chrysipp.ib.2.153, 220; opp. ἔγκρασις, κατάκρασις, Theol.Ar.9, 10; κατὰ παράθεσιν, opp. κατ' ἀλληλουχίαν, ib.4.2 Gramm., juxtaposition, opp. com- position ([etym.] σύνθεσις), as in Διός-κοροι, opp. Διο-γενής, EM278.25,649.14; also, addition, π. προθετική addition of prepositions, A.D. Synt.333.7, cf. Pron.23.12, al.3 a mode of wrestling, Plu.2.638f (pl.).4 [voice] Pass., juxtaposition, neighbourhood, Plb.2.17.3, etc.;κατὰ παράθεσιν Id.4.28.2
; ἐκ παραθέσεως on comparison, Id.3.62.11, cf. Aret.SA2.2, etc.;ἐκ τῆς π. καὶ συγκρίσεως τῶν λέγεσθαι μελλόντων Plb.16.29.5
, etc., cf. Chor. in Rev.Phil.1.71.II dish or dinner set before people,τοὺς διακόνους τοὺς τὰς π. φέροντας Plb.30.26.6
, cf. LXX 2 Ch. 11.11, Ath.14.664c;ὑγρῶν π. Plb.13.2.2
: pl., supplies, PPetr.3p.133 (iii B. C.).III storing up,τῶν χορηγιῶν Plb.3.17.11
;οἴνου καὶ ἀκροδρύων D.S.3.73
; store of provisions,αἱ εἰς τὰ στρατόπεδα π. Plb. 2.15.3
; π. πυρῶν, ὕδατος, IG12(7).515.77 ([place name] Amorgos), Ath.Mech.13.9; (Rosetta, ii B. C.): gen. for storage,IG
5 (1).870, al. ([place name] Sparta); ἐσχηκέναι ἐν παραθέσει on deposit, POxy.1039.7 (iii A. D.), etc.IV ἡ τῶν ὀνομάτων π. putting down or mention of names, Plb.3.36.3; τῶν μαρτυριῶν citation of instances, D.L.7.180: hencein Gramm., instance, A.D.Synt.5.13 (pl.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράθεσις
-
22 Πιτάνη
Πῐτάνη [pron. full] [ᾰ], [dialect] Dor. [suff] Πιτά-να, ἡ, one of the κῶμαι of Sparta, Pi.O.6.28, Hdt.3.55, etc.: τοῦ Πιτανητέων λόχου, a battalion of the Spartan army, Id.9.53 codd. (leg. Πιτανήτεω) ; τὸν Πιτανήτην λ. ibid., Th.1.20.II a place in Aeolis, Alc.114. -
23 πόστος
A which in the ordinal series? π. δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; how many years is it since..? Od.24.288; πόστην (sc. γραμμήν, i. e. on the sun-dial)ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
; π. ῥύμη; which side-street? which turning? Philippid.22;κατὰ π. σφόνδυλον; Gal.8.238
;ἐνθυμήθητι π. ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο Arr.Epict.2.18.22
; κατανόησον πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν with what fraction, i.e. with how small a part, X.Cyr.4.1.16, cf. Jul.Mis. 340b;Ξενοφῶν π. μέρος τοῦ λόχου ἡ ἐνωμοτία ἐστὶν οὐ διασαφεῖ Arr. Tact.6.3
.II [full] ποστός, ή, όν, holding a certain place in the ordinal series, τῇ ποστῇ (sc. ἡμέρᾳ ) on such-and-such a day of the month, PMag.Leid.W.3.35, cf. S.E.M.5.37. (Prob.from ποσσοστος, formed from πός (ς) οι on analogy of πολλοστός from πολλοί.) -
24 ἀναπηδάω
A- ήσομαι Luc.Asin.53
:—leap up, start up, esp. in haste or fear,ἐκ λόχου ἀμπήδησε Il.11.379
;ἐκ τοῦ θρόνου Hdt.3.155
; ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον jump up from bed, Ar.Av. 490, cf. X.Cyr.1.4.2; ἀ. πρὸς τὸν πάππον jump up on his knees, ib.1.3.9; start up to speak,ἀ. ἐν δήμῳ Cratin.356
, cf. Ar.Ec. 428;ἐπὶ τὸ βῆμα Aeschin.3.173
, cf. 1.71.2 of water, spring, Arist.HA 596b18.3 Medic., swell up, Hp.Gland.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπηδάω
-
25 λόχος
λόχος, ὁ, (1) eigtl. ein Ort, wo man sich hinlegt, ein Hinterhalt, Versteck, d. i. ein Ort, in welchen eine Kriegerschar gelegt wird, um auf den Feind zu lauern u. plötzlich auf ihn loszubrechen; ἐκ λόχου ἀμπήδησε, er brach aus dem Hinterhalt hervor; auch das hölzerne Pferd der Griechen vor Troja heißt κοῖλος u. πυκινὸς λόχος; so heißen die feindlichen Schiffe ξύλινος λόχος in einem Orakel. Übh. Hinterhalt, λόχονδε ἰέναι, zum Hinterhalt gehen; λόχον ἀνδρῶν εἰςίζεσϑαι, im Hinterhalt liegen; λόχον εἷσαι, einen Hinterhalt legen; λόχῳ εἷσαί τινα, einen in Hinterhalt legen; λόχονδε κρίνειν ἄνδρας ἀριστῆας, die Tapfersten zum Hinterhalt auslesen; auch das Auflauern, Nachstellen selbst; wie λόχος ϑείοιο γέροντος, die Art u. Weise, dem göttlichen Alten aufzulauern; die den Hinterhalt bildende Mannschaft. Dah. jede gewaffnete Schar Fußvolk. Übh. jede Schar; ϑαυμαστὸς λόχος εὕδει γυναικῶν, von den Furien; eine Abteilung von Kriegern zu Fuß, gewöhnlich von hundert Mann; aber die hinzugesetzte Bestimmung ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας zeigt, daß die Zahl keine feste war und sich nach der in den einzelnen griechischen Staaten u. Stämmen verschiedenen Einteilung der Bürger u. des Heeres richtete. So gehen vier πεντηκοστύες auf einen λόχος, u. bei den Spartanern heißt der vierte od. nach anderen der fünfte Teil der μόρα ein λόχος. Auch von bürgelichen Vereinen. Die Sp. nennen so die röm. centuria. (2) das sich ins Bett Legen, von den Kindbetterinnen, die Niederkunft, die Geburt, auch das Geborene. (3) bei den Macedoniern ein Monat, dem attischen Maimakterion entsprechend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λόχου — λόχος ambush masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… … Dictionary of Greek
πριμίπιλος — ὁ, Μ ο εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primipilus «εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων» (< λατ. primus «πρώτος» + pilus «ο πρώτος λόχος τών τριαρίων»)] … Dictionary of Greek
Αμβροσιάδης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Νέος πήγε στην Οδησσό, στον θείο του Ιωάννη Αμβροσίου, έμπορο από τα Καλάβρυτα, και κοντά του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Τον Οκτώβριο του 1820, μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγωνίστηκε στη Μολδαβία για τη συγκρότηση του Ιερού … Dictionary of Greek
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
διμοιρία — η (AM διμοιρία) νεοελλ. στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο τού λόχου αρχ. μσν. τα δύο τρίτα τού όλου αρχ. 1. διπλή μερίδα 2. διπλός στρατιωτικός μισθός 3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες … Dictionary of Greek
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 … Dictionary of Greek
εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… … Dictionary of Greek
ημιλόχιον — ἡμιλόχιον, τὸ (Α) ἡμιλοχία, στρατιωτική δύναμη μισού λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λόχος] … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek