Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λόχου

  • 1 ротный

    ротный
    прил воен. уст. τού λόχου:
    \ротный командир ὁ διοικητής λόχου.

    Русско-новогреческий словарь > ротный

  • 2 ротный

    επ.
    1. του λόχου•

    ротный командир διοικητής λόχου,

    2. ουσ. ο λοχαγός.

    Большой русско-греческий словарь > ротный

  • 3 командир

    командир
    м ὁ διοικητής:
    \командир батареи ὁ δι,οικητής πυροβολαρχίας· \командир взвода ὁ διμοιρίτης, ὁ διοικητής διμοιρίας (οὐλα-μοῦ)· \командир Диви́зни ὁ μέραρχος, ὁ διοικητής μεραρχίας· \командир отделения ὁ ὁμαδάρχης· \командир полка ὁ συνταγματάρχης, ὁ διοικητής συντάγματος· \командир дивизиона ὁ ϊλαρχος· \командир ро́ты ὁ διοικητής λοχου.

    Русско-новогреческий словарь > командир

  • 4 назначать

    назнач||ать
    несов
    1. (устанавливать) ὀρίζω, καθορίζω:
    \назначать день ὀρίζω (τήν) ήμέρα· \назначать заседание на 5 часов ὀρίζω τήν συνεδρίαση στις 5 ἡ ὠρα· \назначать цену καθορίζω τήν τιμή· \назначать пенсию καθορίζω σύνταξη·
    2. (на должность и т. п.} διορίζω:
    \назначать на пост директора διορίζω διευθυντή· \назначать командиром роты διορίζω διοικητή λόχου·
    3. (лечение) ὀριζω:
    \назначать лекарство ὁρίζω φάρμακο.

    Русско-новогреческий словарь > назначать

  • 5 капитан

    α.
    1. λοχαγός•

    ротный командир, в чине капитана διοικητής λόχου με το βαθμό λοχαγού•

    капитан кавалерии ίλαρχος•

    капитан медицинской службы στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό λοχαγού.

    2. πλοίαρχος, κυβερνήτης, καπετάνιος.
    3. (αθλτ.) αρχηγός•

    капитан футбольной команды αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας.

    εκφρ.
    —лейтенант – υποπλοίαρχος капитан 1-го ранга πλοίαρχος• капитан 2-го ранга αντιπλοίαρχος• капитан 3-го ранга πλωτάρχης.

    Большой русско-греческий словарь > капитан

  • 6 командир

    α.
    διοικητής•

    командир взвода διοικητής διμοιρίας (διμοιρίτης)•

    командир роты διοικητής λόχου•

    командир корабли κυβερνήτης πλοίου ή πλοίαρχος.

    || διευθυντής•

    -ы производства οι διευθυντές (υπεύθυνοι) της παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > командир

  • 7 политрук

    α.
    πολιτικός επίτροπος (στρατιωτικού τμήματος)•

    политрук роты πολιτικός επίτροπος λόχου.

    Большой русско-греческий словарь > политрук

  • 8 полуротный

    επ.
    του μισού λόχου.

    Большой русско-греческий словарь > полуротный

См. также в других словарях:

  • λόχου — λόχος ambush masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • πριμίπιλος — ὁ, Μ ο εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primipilus «εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων» (< λατ. primus «πρώτος» + pilus «ο πρώτος λόχος τών τριαρίων»)] …   Dictionary of Greek

  • Αμβροσιάδης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Νέος πήγε στην Οδησσό, στον θείο του Ιωάννη Αμβροσίου, έμπορο από τα Καλάβρυτα, και κοντά του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Τον Οκτώβριο του 1820, μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγωνίστηκε στη Μολδαβία για τη συγκρότηση του Ιερού …   Dictionary of Greek

  • αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …   Dictionary of Greek

  • διμοιρία — η (AM διμοιρία) νεοελλ. στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο τού λόχου αρχ. μσν. τα δύο τρίτα τού όλου αρχ. 1. διπλή μερίδα 2. διπλός στρατιωτικός μισθός 3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • ημιλόχιον — ἡμιλόχιον, τὸ (Α) ἡμιλοχία, στρατιωτική δύναμη μισού λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λόχος] …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»