Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λόγχης

См. также в других словарях:

  • λόγχης — λόγχη spear head fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • δορίκρανος — δορίκρανος, ον (Α) «δορικράνου λόγχης ἰσχύς» η δύναμη τής αιχμηρής λόγχης …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • ОБРАЗ — ВООБРАЖАТЬ, ВООБРАЖЕНИЕ, ОБРАЗ. Воображать, воображение слова, унаследованные русским литературным языком от языка старославянского. Морфологический состав слова вообразить показывает, что его первоначальным значением было дать образ чему нибудь …   История слов

  • LANCEA — an quod aequâ, lance, i. e. aequaliamento, ponderata vibretur, an ex Graeco λογγη? Aetoli, Marte geniti, inventum dicitur Plin. l. 7. c. 56. Sagittas Persen Persei fil. invenisse dicunt: lanceas Aetolos iaculum cum amento, Aetolum, Martis fil.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LONGINUS — I. LONGINUS Cos. cum Decio, A. U. C. 1239. LONGINUS Patricius Rom. primus Exarchus Ravennensis, a Iustino Iun. missus, in Italiam, loco Narsetis, A. C. 567. Longobardis, tum sedes in regione hac quaerentibus, se opposuit, ab Imp. postea revocatus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

  • αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… …   Dictionary of Greek

  • αλαβάρδα — Τύπος λόγχης που προέρχεται από την Κίνα. Η εισαγωγή του στον ευρωπαϊκό χώρο χρονολογείται από τον 14ο αι. Αποτελείται από τρία τμήματα: την αιχμή, την κόψη και την αρπάγη. Κατά τους τελευταίους μεσαιωνικούς χρόνους τη χρησιμοποίησαν κυρίως οι… …   Dictionary of Greek

  • διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»