-
61 σῑτο-λόγος
σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
-
62 σῡκο-λόγος
σῡκο-λόγος, Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.
-
63 τρᾱχύ-λογος
τρᾱχύ-λογος, rauh redend, von harter Aussprache, Polem. physiogn. 1, 6, l. d.
-
64 τερατο-λόγος
τερατο-λόγος, 1) von Naturwundern, auffallenden, wunderbaren Erscheinungen od. Begebenheiten, bes. latwen, welche wan als bedeutungsvolle Vorzeichen nettawiet, sprechend, sie erklärend, Sp. – 2) auch pass. wavon Wunderdinge erzählt werden, wunderbar, widernatürlich, φύσεις Plat. Phaedr. 229 e.
-
65 τεχνο-λόγος
τεχνο-λόγος, von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.
-
66 ταὐτο-λόγος
ταὐτο-λόγος, dasselbe sagend, bereits Gesagtes wiederholend, Sp.; κανόνες, Eupith. (IX, 206).
-
67 φυσιο-λόγος
φυσιο-λόγος, die Beschaffenheit der natürlichen Körper untersuchend, bes. die Natur in ihrem Wesen u. ihren Gründen untersuchend u. sie Andern erklärend, Naturforscher, Naturphilosoph, Arist. metaph. 1, 5 de an. 3, 2.
-
68 φορο-λόγος
φορο-λόγος, Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.
-
69 χρηστο-λόγος
χρηστο-λόγος, gut, gütig redend, wie ein guter Mensch sprechend, gute Worte gebend, Sp.
-
70 χρησμο-λόγος
-
71 χρονο-λόγος
χρονο-λόγος, die Zeit berechnend, der Zeitrechnung kundig, sie übend, ὁ χρονολόγος, der Chronolog, Sp.
-
72 χρῡσο-λόγος
χρῡσο-λόγος, Gold auflesend, sammelnd, Eust. 137, 8.
-
73 χαλκο-λόγος
χαλκο-λόγος, der Kupfer od. Kupfergeld sammelt, eintreibt, der Geldeinnehmer, Inscr.
-
74 χορτο-λόγος
χορτο-λόγος, Gras, Futter sammelnd, fouragirend, Strabo u. a. Sp.
-
75 ψυχρο-λόγος
ψυχρο-λόγος, kalt, frostig sprechend, frostige, übertriebene Ausdrücke brauchend, großprahlend, lügend, Schol. Eur. Hec. 356.
-
76 ψευδη-λόγος
ψευδη-λόγος, = ψευδολόγος, Sp.
-
77 ψευδο-λόγος
ψευδο-λόγος, falsch redend, lügend; Ar. Ran. 1517; εἰκαίης σοφίης Leon. Al. 3 (IX, 80); Pol. 32, 8,9.
-
78 ψαλμο-λόγος
ψαλμο-λόγος, Psalme, Loblieder singend, K. S.
-
79 ψηφο-λόγος
ψηφο-λόγος, 1) Taschenspielerei treibend, Taschenspieler, Suid. u. Sp. – 2) eingelegte Arbeit machend, Mosaikarbeiter.
-
80 βρωμο-λόγος
βρωμο-λόγος, Stinkreden führen, Luc. Pseudol. 24.
См. также в других словарях:
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)