-
1 σῑτο-λόγος
σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
-
2 σῑτολόγος
σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragierend
См. также в других словарях:
κοκκολογώ — (Α κοκκολογῶ, έω) νεοελλ. συλλέγω τους καρπούς τής ελιάς που έχουν απομείνει στο έδαφος αρχ. 1. συλλέγω κόκκους 2. καθαρίζω το σιτάρι αφαιρώντας τους άχρηστους κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λογῶ (< λόγος < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. καρπο… … Dictionary of Greek