-
1 λωποδυτης
1) вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. — литературный вор, плагиатор
См. также в других словарях:
καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… … Dictionary of Greek
ηλιοδυσία — ἡλιοδυσία, ἡ (Α) η δύση του ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσια (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δυσία] … Dictionary of Greek
ηλιοδύσιον — ἡλιοδύσιον, τὸ (Α) η δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσιον (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δύσιον] … Dictionary of Greek