-
1 λωποδυτης
1) вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. — литературный вор, плагиатор
-
2 λωποδύτης
ο, λωποδύτρ(ι)α и λωποδύτισσα η вор, -овка; карманник (прост.); жулик
См. также в других словарях:
λωποδύτης — clothes stealer masc nom sg λωποδυτέω steal clothes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… … Dictionary of Greek
λωποδύτης — ο θηλ. ύτρια ο μικροκλέφτης, ο μικροαπατεώνας: Δεν ψωνίζω ποτέ από αυτόν το λωποδύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωποδύται — λωποδύτης clothes stealer masc nom/voc pl λωποδύτᾱͅ , λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδυτῶν — λωποδύτης clothes stealer masc gen pl λωποδυτέω steal clothes pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύταις — λωποδύτης clothes stealer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύτην — λωποδύτης clothes stealer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύτου — λωποδύτης clothes stealer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύτῃ — λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωποδύταρος — ο [λωποδύτης] μεγάλος λωποδύτης, κλεφταράς … Dictionary of Greek
λωποδύτας — λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc acc pl λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)