Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λωποδύτης

См. также в других словарях:

  • λωποδύτης — clothes stealer masc nom sg λωποδυτέω steal clothes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτης — ο θηλ. ύτρια ο μικροκλέφτης, ο μικροαπατεώνας: Δεν ψωνίζω ποτέ από αυτόν το λωποδύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωποδύται — λωποδύτης clothes stealer masc nom/voc pl λωποδύτᾱͅ , λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυτῶν — λωποδύτης clothes stealer masc gen pl λωποδυτέω steal clothes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταις — λωποδύτης clothes stealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτην — λωποδύτης clothes stealer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτου — λωποδύτης clothes stealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτῃ — λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταρος — ο [λωποδύτης] μεγάλος λωποδύτης, κλεφταράς …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτας — λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc acc pl λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»