-
1 λυτ'
-
2 λῦτ'
-
3 λύτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύτειρα
-
4 λυτέον
2 Adj. λυτέος that must be repealed,νόμος D.24.78
. -
5 λυτήρ
A one who looses, deliverer, (lyr.); πόρον.. γάμου λυτῆρα (as Pauw for καὶ λυτήρια) A.Supp. 807 (lyr.). -
6 λυτηριάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτηριάς
-
7 λυτήριος
λυτ-ήριος, ον,A loosing, delivering, (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp. 268, Eu. 646;πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch. 820
(lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from.., A.Eu. 298;λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El. 635
; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο.. λ. ib. 1490, cf. 447;τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr. 758
; alsoλ. ἐκ θανάτου E.Alc. 224
(lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr. 554 (λ. λύπημα codd.).II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτήριος
-
8 λυτικός
2 λ. φάρμακον antidote to a poison, Thphr.HP 9.16.5.3 φάρμακον φλεγμονῆς λ. dispersive of inflammation, Gal. 11.751, cf. 10.637.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτικός
-
9 λυτός
См. также в других словарях:
λῦτ' — λῦτο , λύω luo aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστολυτικός — ή, ό ιατρ. αυτός που προκαλεί ιστόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histolytique < histo (πρβλ. ἱστός) + lyt ique (πρβλ. λυτ ικός < λύσις / λύω)] … Dictionary of Greek
καρκινολυτικός — ή, ο ιατρ. (για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + lyt ic (πρβλ. λυτ ικός < λυσις < λύσις)] … Dictionary of Greek