Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυτ-ός

См. также в других словарях:

  • λῦτ' — λῦτο , λύω luo aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστολυτικός — ή, ό ιατρ. αυτός που προκαλεί ιστόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histolytique < histo (πρβλ. ἱστός) + lyt ique (πρβλ. λυτ ικός < λύσις / λύω)] …   Dictionary of Greek

  • καρκινολυτικός — ή, ο ιατρ. (για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + lyt ic (πρβλ. λυτ ικός < λυσις < λύσις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»