-
1 λυτήριος
λυτ-ήριος, ον,A loosing, delivering, (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp. 268, Eu. 646;πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch. 820
(lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from.., A.Eu. 298;λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El. 635
; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο.. λ. ib. 1490, cf. 447;τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr. 758
; alsoλ. ἐκ θανάτου E.Alc. 224
(lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr. 554 (λ. λύπημα codd.).II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτήριος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский