-
1 Λυτρωτής
Λυτρωτής οСпаситель человечества, Господь Иисус Христос:ο Λυτρωτής του κόσμου — Спаситель мира, Искупитель, Избавитель, Господь Иисус Христос
Этим.< дргр. λυτρόω «освобождать, отпускать, избавлять, выкупать, искуплять» -
2 λυτρωτης
-
3 λυτρωτής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λυτρωτής
-
4 λυτρωτής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λυτρωτής
-
5 λυτρωτής
ο избавитель, освободитель; спаситель -
6 λυτρωτής
искупитель, освободитель, избавитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λυτρωτής
-
7 λυτρωτής
[литротис] ουσ. а. освободитель, избавитель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λυτρωτής
-
8 λυτρωτής
[литротис] ουσ α освободитель, избавитель. -
9 3086
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3086
См. также в других словарях:
λυτρωτής — ransomer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρωτής — ο (AM λυτρωτής) [λυτρώνω] 1. αυτός που απαλλάσσει από κάτι, ελευθερωτής, σωτήρας 2. φρ. «ο λυτρωτής τού κόσμου» ή, απλώς, «ο Λυτρωτής» ο Ιησούς Χριστός … Dictionary of Greek
λυτρωτής — ο ο ελευθερωτής, ο σωτήρας: Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής της ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτρωταί — λυτρωτής ransomer masc nom/voc pl λυτρωτός redeemable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρωτοῦ — λυτρωτής ransomer masc gen sg λυτρωτός redeemable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρωτῇ — λυτρωτής ransomer masc dat sg (attic epic ionic) λυτρωτός redeemable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρωτήν — λυτρωτής ransomer masc acc sg (attic epic ionic) λυτρωτός redeemable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρωτά — λυτρωτά̱ , λυτρωτής ransomer masc nom/voc/acc dual λυτρωτής ransomer masc voc sg λυτρωτής ransomer masc nom sg (epic) λυτρωτός redeemable neut nom/voc/acc pl λυτρωτά̱ , λυτρωτός redeemable fem nom/voc/acc dual λυτρωτά̱ , λυτρωτός redeemable fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
λυτρωτάς — λυτρωτά̱ς , λυτρωτής ransomer masc acc pl λυτρωτά̱ς , λυτρωτής ransomer masc nom sg (epic doric aeolic) λυτρωτά̱ς , λυτρωτός redeemable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eimaste Dyo, Eimaste Treis, Eimaste Hilioi Dekatreis! — Eimaste dyo, eimaste treis, eimaste xilioi dekatreis! (in English: We are two, we are three, we are one thousand and thirteen!) is a song by Mikis Theodorakis, the leftist socialistFact|date=September 2008 Greek composer and politician. The song… … Wikipedia