-
1 λυτικος
-
2 διαλυτικος
-
3 εκλυτικος
-
4 παραλυτικος
См. также в других словарях:
λυτικός — able to loose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικός — ή, ό (Α λυτικός, ή, όν) [λύτης] το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός γραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων νεοελλ. 1. ικανός να εξηγεί προβλήματα 2. φρ. «λυτικές ουσίες» ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί… … Dictionary of Greek
λυτικά — λυτικός able to loose neut nom/voc/acc pl λυτικά̱ , λυτικός able to loose fem nom/voc/acc dual λυτικά̱ , λυτικός able to loose fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικώτερον — λυτικός able to loose adverbial comp λυτικός able to loose masc acc comp sg λυτικός able to loose neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικῶν — λυτικός able to loose fem gen pl λυτικός able to loose masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικόν — λυτικός able to loose masc acc sg λυτικός able to loose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικαί — λυτικός able to loose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικοῖς — λυτικός able to loose masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικοί — λυτικός able to loose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικωτάτη — λυτικός able to loose fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτικῆς — λυτικός able to loose fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)