-
1 λυρο-θελγής
λυρο-θελγής, ές, durch Lyraspiel bezaubert, λείψανα πύργων Onest. 6 (IX, 250).
-
2 λυροθελγής
λυρο-θελγής, ές, durch Lyraspiel bezaubert
См. также в других словарях:
φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] … Dictionary of Greek